Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Η ΘΛΙΒΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΤΗΛΕΚΟΝΤΡΟΛ.


Το χρονογράφημα του Σαββάτου.
Γεννήθηκα σε μια πόλη της Άπω Ανατολής. Πατέρας μου πρέπει να ήταν ένα εργοστάσιο ηλεκτρονικών ειδών, και μάνα μου μια λεπτοκαμωμένη, κομψούλα κι όμορφη τηλεόραση. Λίγο μετά από τη γέννηση, μου φόρεσαν ένα λεπτό νάϊλον φορεματάκι, με βάλαν σ’ ένα χάρτινο κουτί με τη μαμά μου, που έγραφε απέξω σε διάφορες γλώσσες «προσοχή» και έτσι βρέθηκα σε μια πόλη γεμάτη φως ,ένδοξη ιστορία, λακούβες , μάρμαρα, και άφθονες πορείες.
Στο ράφι που με τοποθέτησαν σ’ ένα μεγάλο κεντρικό κατάστημα, μπορούσα από εκεί να δώ όλες του κόσμου τις φυλές. Όλοι κοιτάγανε με θαυμασμό την όμορφη τη μάνα μου, κι όλοι μας γύριζαν τη πλάτη όταν άκουγαν την τιμή απ’ τον έμπορα. Επιτέλους κάποτε μπήκε στο μαγαζί ένας γκριζομάλλης κύριος με μια χοντρή μεγαλοπρεπή κυρία, που είχε βλακώδη φυσιογνωμία και τσιριχτή φωνή:
-Να Αριστείδη αυτή μ’ αρέσει.
Ο έμπορας με πήρε στα χέρια του και με χαϊδολογούσε δείχνοντας όλα τα μπιχλιμπίδια μου και τα κουμπιά μου, και εκθειάζοντας όλες τις αρετές μου. Πείστηκε απόλυτα ο γκριζομάλλης κύριος πλήρωσε τα λεφτά, και φύγαμε παρέα με τη μάνα μου, μέσα σ΄ ένα μεγάλο αμάξι που η κυρία το είπε τζιπ, για να βρεθώ αργότερα σ’ ένα ωραίο σαλόνι, επάνω σ’ ένα τραπεζάκι από μαόνι ακριβό. Η χοντρή κυρία πάντα με πρόσεχε, μέχρι που πήρε τις βαλίτζες τις να πάει στο νησί στο εξοχικό. Ο κύριος Αριστείδης έμεινε μόνος και σπάνια με χρησιμοποιούσε πια. Με άλλα ασχολούνταν τώρα αυτός. Ένα βραδάκι ήρθε με μια ωραία κοπέλα, κι ήταν και οι δυό τους μέσα στη χαρά.
-Τι θα’λέγε η γυναίκα σου αν μάθαινε πως με κουβάλησες εδώ;
-Χέστηνε τη χοντρή, της είπε ο κυρ Άρης, και κυλιστήκανε στον καναπέ κι εγώ άρχισα να ντρέπομαι, μέχρι που με βρήκε το απλωμένο πόδι της κοπέλας και μ’ έριξε επάνω στο χαλί.
-Α! Τι ωραίο πραγματάκι είπε, κι όταν σηκώθηκε ο κυρ Αριστείδης να βάλει ένα ποτό, αυτή με έχωσε στην τσάντα της.
Το σπίτι της κοπέλας ήτανε φτωχό και μ’ έβαλε στη μέση ενός μεγάλου τραπεζιού. Έφερες τίποτα; Ρώτησε ένας αγουροξυπνημένος άντρας.
-Να μόνο αυτό εδώ μπόρεσα του είπε και μ’ έδειξε η γκόμενα. Ο άντρας με βρόντηξε με μίσος πάνω στο τραπέζι, έριξε κάτι καντήλια φωναχτά, μ’ έβαλε σε μια μέσα τσέπη σακακιού που βρόμαγε ναφθαλίνη, και τράβηξε γραμμή για το Μοναστηράκι. Μ’ έδωσε όσο-όσο σ’ έναν πλανόδιο παλιατζή, κι έβριζε φεύγοντας συνέχεια την τύχη του.
Εκεί με βρήκε εκείνος ο αγριάνθρωπος και είπε:
-Ετούτο θέλω. Πόσο;
Αφού έφυγε και ξαναγύρισε τρείς τέσσερες φορές, με τύλιξε σ΄ένα κομμάτι εφημερίδας, για να βρεθώ κάπου στα χαμηλά προάστια προς Πειραιά μεριά. Έσκισε την εφημερίδα όταν έφτασε στο σπίτι, στάθηκε μπροστά από μια παλιά χοντρή Γερμανική τηλεόραση, κι αφού την αποκάλεσε πόρνη «Μέρκελ», άρχισε να πατάει τα κουμπιά μου βίαια και δυνατά. 1-2-3. Τίποτα η χοντρή η «Μέρκελ». Μαύρη κι άραχνη. Πάλι ξανά: 1-2-3 και πάλι τίποτα.
-Τσόγλανε, ούρλιαξε μου την έφερες.
-Μη…. Ακούστηκε απ’ την πόρτα αντίκρυ η φωνή. Τα έχουνε κλείσει τα κανάλια. Δεν πρόλαβε όμως. Είχα εκσφενδονιστεί με δύναμη, πέρασα από ένα ανοικτό παράθυρο, διέγραψα μια τραγική πορεία στο κενό, και βρέθηκα φαρδιά πλατιά στο πεζοδρόμιο με τ’ άντερα έξω.
Αν με δείτε έτσι σε μαύρο χάλι, με τα κουμπιά μου διασκορπισμένα εδώ κι εκεί, να κείτομαι σ’ ένα πεζοδρόμιο μιας γειτονιάς του Πειραιά, να ξέρετε δεν αυτοκτόνησα. Η αλήθεια είναι πως εκπαραθυρώθηκα, και θύμα έπεσα κι εγώ, μιας τρισάθλιας, ανάλγητης κυβέρνησης, που με το έτσι θέλω έκλεισε τα κανάλια.
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός.

1 σχόλιο :

λυγερή είπε...

Και κει που λέγαμε ότι η φαντασία μας στέρεψε πιά, να ! που πήρε τα πάνω της πάλι και ξαναβρίσκει το ευλογημένο μας χιούμορ....

Ωραία μέρα εύχομαι εις πείσμα του κακού μας του καιρού