Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

ΠΡΟΣΜΕΝΟΝΤΑΣ ΚΑΛΛΙΤΕΡΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ.

Γράφει ο μεγάλος Καζαντζάκης κάπου στο δεύτερο κεφάλαιο του Ζορμπά. «Όλοι σ’ ένα βαπόρι οι κουτοπόνηροι Ρωμιοί, με τα μάτια τ’ αρπαχτικά, τα ψιλικατζίδικα μυαλά, τους μικροπολιτικούς καυγάδες, τη μονότονη επαρχιώτικη μιζέρια. Σου ’ρχεται να πιάσεις το βαπόρι απ’ τις δυο άκρες να το βουτήξεις στη θάλασσα, να το τινάξεις καλά, να φύγουν όλα τα ζωντόβολα που το μολεύουν, και να το ανεβάσεις πάλι επάνω στα κύματα, αδειανό και φρεσκοπλυμένο.»

Γροθιές στο στομάχι του κάθε Έλληνα τούτα τα λόγια, όχι απλά χτυπήματα. Μα μήπως τα πήρε κανένας σοβαρά; Μήπως αλλάξαμε καθόλου από τότε; Μια καρναβαλίστικη στολή Εξευρωπαϊσμού βάλαμε, ντυθήκαμε «μπούλες» να καμουφλάρουμε το αιώνιο μας το χάλι. Μέχρι που βγάλαμε τη μάσκα μόνοι μας, κι όλοι μας πήρανε χαμπάρι. Εκείνο που μας μαθαίνανε να τραγουδάμε στο σχολείο, και στο στρατό αργότερα - η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει – μάλλον έπρεπε να λέει η Ελλάδα ποτέ δεν αλλάζει. Κι αυτά που κατά καιρούς ακούγονται για «καινούργιο ξεκίνημα, και επερχόμενη ανάπτυξη»; Το πιο σύντομο ανέκδοτο όλων των εποχών.

Ξέρω. Έλα, εντάξει κόφτο ρε φίλε θα πείτε. Πας πάλι να μας χαλάσεις τη διάθεση Αποκριάτικα. Πες κάτι χαρούμενο κι αισιόδοξο καμιά φορά! Ο πόλεμος φταίει αδέρφια, που είδα πάλι στο γυαλί πρωί - πρωί μπροστά μου και μου γύρισαν τ’ άντερα. Και δεν έρχεται κι αυτή η κουφάλα η Άνοιξη να φτιάξει λίγο ο καιρός, και να πάρουμε λιγάκι τα πάνω μας. Πάνω σ΄αυτή τη προσμονή λοιπόν της Άνοιξης και της αιώνιας προσμονής για καλύτερους καιρούς μετά από πολύ καιρό μου ήρθε να στιχουργήσω πάλι σήμερα:

                           Ο ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΣ.

Άντε να μπει η Άνοιξη μπας και ξελαμπικάρω

μπροστά να πάρει το μυαλό να δει πιο καθαρά,

να ισιώσει και κάνα στραβό λιγάκι να γουστάρω

και πρόσωπο Θεού να δω, έστω για μια φορά.


Να πίνω τα ουζάκια μου σ΄ ωραίες παραλίες

τσίπουρο με γλυκάνισο μέχρι που να μεθύσω,

να ξεφτιλίσω γκαντεμιές και παλιοσυγκυρίες

και τα κολοπροβλήματα πίσω λίγο ν’ αφήσω.


Άντε να 'ρθει η Άνοιξη κι ύστερα καλοκαίρι

να πίνω τα μπυρόνια μου κάτω από την ομπρέλα,

και επιτέλους μια φορά να’χω το επάνω χέρι

κι ολημερίς ν’ αναφωνώ: παιδιά ζήτω η τρέλα.


Να πιάνω στο αγκίστρι μου τσιπούρες και μπαλάδες

στου ανέμου τα φυσήματα να αναπνέω αλάτι,

κι όταν προκύπτουν ξαφνικά απρόοπτοι μπελάδες

γραμμένα όλα στ’ απόκρυφα, να τους γυρίζω πλάτη.

 καλή αποκριά σ’ όλους.

Κώστας Μπούτιβας.