Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

ΠΑΙΔΙΑ-ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΤΟΥ1825.

Μια άγνωστη πτυχή της ιστορίας του τόπου μας, είναι η προσφορά των παιδιών στην πολιορκία του Μεσολογγίου στον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων. Αυτή την άγνωστη σε πολλούς σελίδα της τοπικής μας ιστορίας, έρχεται να ανασύρει, και να μας αποκαλύψει, το ιστορικό άρθρο του συγχωριανού μας Γιάννη Μένκ που ασχολήθηκε διεξοδικά με το θέμα. Διαβάστετο.
Το Μεσολόγγι κήρυξε την επανάσταση την 20η Μάιου το 1821 με τον οπλαρχηγό του ζυγού Δημήτριο Μακρή. Το 1822 μετά τη ατυχή μάχη του Πέτα τα τουρκικά στρατεύματα υπό την ηγεσία των Ομέρ Βρυώνη και του Ρεσίτ πασά, ο οποίος λέγονταν  και Κιουταχής, επειδή καταγόταν από την Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας, κατέρχονταν προς το Μεσολόγγι. Με την άφιξή τους άρχισαν την πολιορκία την οποία έλυσαν ύστερα από δύο μήνες λόγω της σθεναρής αντίστασης των πολιορκημένων.  Στα μέσα τού 1823 οι Τουρκικές δυνάμεις σχεδίασαν νέα πολιορκία και κατάληψη τού Μεσολογγίου υπό την ηγεσία τού Μουσταφά πασά η οποία και αυτή έληξε άδοξα, αφού δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν το Αιτωλικό πού ήταν ο αρχικός τους στόχος.
Μετά από τις δύο αυτές αποτυχίες, ο Σουλτάνος επέλεξε τον Ρεσίτ πασά λέγοντάς του, το Μεσολόγγι ή το κεφάλι σου, ενώ παράλληλα τον διόρισε Αρχιστράτηγο (σερασκέρη) και στρατιωτικό διοικητή ολόκληρης της στερεάς [Ρούμελη Βαλεσή]. Ο Ρεσίτ πασάς το Μάρτιο τού 1825 στρατοπέδευσε έξω από τα Γιάννενα και άρχισε τη στρατολόγηση των οθωμανικών πληθυσμών, ενώ με τη βοήθεια τού προσκυνημένου οπλαρχηγού του Ξηρόμερου Γεωργίου Βαρνακιώτη, καλούσε τούς Έλληνες να δηλώσουν υποταγή και να προσέλθουν για να λάβουν το βασιλικό ράι (προσκυνοχάρτι). Αφού τελείωσε τη στρατολόγηση ξεκίνησε για το Μεσολόγγι ρημάζοντας και καταστρέφοντας τούς τόπους πού είχαν την ατυχία να ευρίσκονται στο δρόμο του.
Την 15η Απριλίου του 1825 ο Κιουταχής έφθασε στο Μεσολόγγι και στρατοπέδευσε στους πρόποδες του Ζυγού. Αμέσως έστειλε ανθρώπους του με προτάσεις προς τους αρχηγούς της πόλης και της φρουράς για να παραδώσουν το Μεσολόγγι. Όπως ήταν φυσικό οι προτάσεις του απορρίφθηκαν. Έτσι άρχισε ο σφοδρός κανονιοβολισμός του φρουρίου, πού ήταν καθημερινός, οι ακροβολισμοί, τα γιουρούσια, καθώς και η κατασκευή οχυρωματικών έργων πού τα έφτιαχναν Έλληνες αιχμάλωτοι. Οι αγωνιστές πού ευρίσκοντο συνεχώς στις επάλξεις πυροβολούσαν εναντίων τους και αυτοί με κραυγές έλεγαν ότι είναι Έλληνες και να μην τους σκοτώνουν. Οι μάχες ήταν φονικότατες και η κούραση των αγωνιστών μεγάλη, οι ευκαιρίες για ξεκούραση ήταν λιγοστές, μόνο όταν καταλάγιαζε ο αχός του πολέμου πήγαιναν στα σπίτια τους, πού ήταν κοντά στο φρούριο, για να αγκαλιάσουν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και να βρουν λίγες στιγμές γαλήνης.
Ενώ ο πόλεμος μαίνονταν και το γιουρούσια ήταν καθημερινά, η ζωή στο Μεσολόγγι συνεχίζονταν κανονικά Οι γυναίκες ασχολούνταν, όπως και στο καιρό της ειρήνης με τις καθημερινές τους εργασίες, (ετοιμασία φαγητού, πλύσιμο ρούχων, αργαλειό) οι κοπέλες κυκλοφορούσαν στολισμένες και τις Κυριακές έβαζαν τις ποιό ωραίες φορεσιές τους για να πάνε στις εκκλησίες, στην Αγία Παρασκευή [ πού ήταν δίπλα στο φρούριο και στην οποία έγινε η σύναξη για να αποφασισθεί η έξοδος], στον Άγιο Παντελεήμονα, στον Άγιο Σπυρίδωνα και τα παιδιά έπαιζαν στους δρόμους της πόλης πόλεμο με ξύλινα σπαθιά. Ένα παιδί από αυτά ο Γιώργος Μπούλαλος (τα ονόματα έχουν διασωθεί από τον Ιωάννη Μαγιερ εκδότη των χρονικών και από άλλους αυτόπτες μάρτυρες) 16 ετών δεν συμμετείχε στα παιχνίδια, παρά περπατούσε συλλογισμένος στους δρόμους της πόλης και θυμωμένος για τις καθημερινές βρισιές των Τούρκων, προσπαθώντας να βρει τρόπο να βοηθήσει τους αγωνιστές στις τάπιες. Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα και κάλεσε όλα τα παιδιά της πόλης στη πλατεία. Εκεί τους είπε ότι πρέπει να πάνε στις επάλξεις και να βοηθήσουν όπως μπορούν τους αγωνιστές. Όλα συμφώνησαν και έτρεξαν στις τάπιες δίπλα στους αγωνιστές συμμετέχοντας με τους εξής τρόπους:
Πρώτα, με τον πετροπόλεμο, γέμιζαν τα σακούλια τους με πέτρες και από τις πολεμίστρες δεν άφηναν Τούρκικο κεφάλι να μην το ανοίξουν. Οι Τουρκαλβανοί σάστιζαν και πολλές φορές σταματούσαν τα γιουρούσια. Δεύτερον το κουβάλημα του νερού: Οι Τούρκοι από την πρώτη μέρα της πολιορκίας κατέλαβαν την πηγή που ευρίσκοντο εκτός της πόλης και έτσι διέκοψαν τη παροχή νερού σε αυτή, Οι κάτοικοι άνοιξαν πρόχειρα πηγάδια, όμως το νερό που έβγαινε ήταν γλυφό, δεν ήταν πόσιμο και οι λαβωμένοι χρειάζονταν καθαρό νερό. Τα παιδιά ανέλαβαν να φέρνουν καθημερινά καθαρό νερό από μια κρυφή πηγή που την ήξεραν μόνο οι κάτοικοι της πόλης. Έτσι κάθε βράδυ γλιστρούσαν σαν σκιές μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο χωρίς να γίνονται αντιληπτά από τους σκοπούς και πήγαιναν στην πηγή. Εκεί σxημάτιζαν αλυσίδα με τα κορμάκια τους και κατέβαζαν το ποιο μικρό στο βάθος της πηγής, έπαιρναν το νερό και επέστρεφαν στην πόλη, Άλλος τρόπος με τον οποίο παρείχαν βοήθεια ήταν το μάζεμα των εχθρικών βολιών. Μάζευαν τα εχθρικά βόλια που έπεφταν στην πόλη και τα παρέδιδαν στη διοίκηση, η οποία τα έλιωνε σε μεγάλα τηγάνια και τα μετέτρεπε σε πυρομαχικά για τη φρουρά. Τα μικρότερα παιδιά πολλές φορές έπιαναν τις βόμβες που έπεφταν στην πόλη και δεν έσκαγαν αμέσως και τις πετούσαν πάλι στους εχθρούς ή άλλες φορές έβγαζαν αμέσως το φιτίλι τραβώντας το και έτσι τις αχρήστευαν. Τα μεγαλύτερα παιδιά εξοπλισμένα καλά ήταν δίπλα στους αγωνιστές στις επάλξεις. Τα βράδια όταν έπεφτε βαθύ σκοτάδι γλιστρούσαν με μονόξυλα πάνω στη λιμνοθάλασσα και ρίχνονταν στα μικρά εχθρικά πλεούμενα, τα λεγόμενα "λαντσίνια" και τα κυρίευαν ή τα βύθιζαν. Πολλές φορές ζητούσαν την άδεια του φρουράρχου για να κάνουν νυχτερινό γιουρούσι. Διάλεγαν νύχτα βροχερή ή με αέρα και στα σιωπηλά εισέδυαν στο εχθρικό στρατόπεδο και έσπερναν τον πανικό κόβοντας κεφάλια Τούρκων και Αλβανών και αρπάζοντας τρόφιμα, ρουχισμό, όπλα και επέστρεφαν θριαμβευτές στο φρούριο απoσπόντας το θαυμασμό των αγωνιστών, μόνο που πολλές φορές δεν επέστρεφαν όλα, γιατί το γιουρούσι ήταν πολύ επικίνδυνο.
Tα παιδιά ανέλαβαν και τη μεταφορά των γραμμάτων από τη φρουρά στο στρατόπεδο που ήταν έξω από την πόλη. Διέσχιζαν αθόρυβα το στρατόπεδο του Kιουταχή και πήγαιναν τα γράμματα στον Καραϊσκάκη και στο Μπότσαρη που ήταν ψηλά πάνω στο Ζυγό. Η ομάδα αυτή των παιδιών ονομάστηκε « ΟΙ ΓΕΛΕΚΤΣΗΔΕΣ» διότι δεν φορούσαν κάπα για να μην τους εμποδίζει και φορούσαν μόνο το γιλέκο. Τα ονόματά τους ήταν τα εξής:
Γιωργάκης Χ. Άρτης, Γιωργάκης Κ. Βαλτινός, Τάσος [Νταής] Βορίλας, Πέτρος Γαλιώτος ή Αγγούρας, Τασούλα Γυφτογιάννη, Χρυσάφω Χ. Καραγγελέ, Μανώλης Αντώνης, Μπάκας Γιώργος, Μπούλαλας Σπύρος, Παπαλουκάς γιος του Αντιστρατήγου Αναστασίου Παπαλουκά, Παντολέων Πλατύκας, Ζαφείρης Ν. Ράπεσης - Σφήκας, Μάνθος Τρικούπης.
Η ιστορία συνήθως αναφέρει και διασώζει από τη λήθη τα ονόματα σπουδαίων ανδρών, που τις πράξεις τους επηρεάζουν τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και διαμορφώνουν το μέλλον. Στη πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου, αυτοί που είχαν ηγετικό ρόλο, όπως, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Ρατζηκότσικας, ο Στουρνάρης, ο Μακρής και τόσοι άλλοι που δεν θα τους αναφέρω εδώ , διότι θα γέμιζαν σελίδες ολόκληρες, έδρεψαν όλες τις τιμές και τον απεριόριστο θαυμασμό των Ελλήνων και των Ευρωπαίων και τα ονόματα τους γράφτηκαν με ανεξίτηλο μελάνι στη χρυσή βίβλο της ιστορίας. Όμως, οι καθημερινές ηρωικές πράξεις αυτών των παιδιών, δεν έγιναν ευρέως γνωστές στο Πανελλήνιο, δεν πήραν τη δημοσιότητα που έπρεπε, τα ονόματα τους ξεχαστήκαν και έγιναν γνωστά μόνο με το μόχθο κάποιων ερευνητών της ιστορίας. Ως φόρο τιμής λοιπόν θα προσπαθήσω και εγώ σε αυτό το ταπεινό κείμενο να κάνω γνωστές τις ηρωικές πράξεις τους, του κάθε ενός ξεχωριστά, για να τους αποσπάσω έστω και λίγα λεπτά από τη λήθη.
Γιωργάκης Αρτης. Ο Γιωργάκης ήταν 12 ετών όταν έσωσε σχεδόν την πόλη για μια στιγμή. Στο Μεσολόγγι υπήρχαν πολλές κρυφές πόρτες στο φρούριο, οι οποίες φυλασσόταν ελλιπώς Μια ημέρα σε ένα γιουρούσι των Τούρκων κάποιος ανακάλυψε μία κρυφή πόρτα και πυροβόλησε το σκοπό, ο ήπιος λαβώθηκε βαρειά. Ο σκοπός ,αν και λαβωμένος ,ανταπέδιδε τα πύρα ενώ συγχρόνως καλούσε σε βοήθεια. Το σπίτι του Γιωργάκη ήταν πολύ κοντά στη πόρτα και έτσι άκουσε τις κραυγές του σκοπού και αφού πηρέ το όπλο του πάτερα του ,ο όποιος ήταν στο σπίτι λαβωμένος και σχεδόν ετοιμοθάνατος, έτρεξε στη πόρτα και είδε το Τούρκο πάνω από το φρουρό με υψωμένο το γιαταγάνι έτοιμο να του πάρει το κεφάλι, Αμέσως σήκωσε το όπλο πυροβόλησε και σκότωσε το Τούρκο. Οι άλλοι Τούρκοι, σαστισμένοι, το έβαλαν στα πόδια και έτσι γλύτωσε η πόλη, Όταν ο Γιωργάκης επέστρεψε σπίτι του όλοι έτρεξαν και τον αγκάλιασαν και τον φιλούσαν ενώ ο ετοιμοθάνατος πατέρας του καμάρωνε το γιο του, Από εκείνη την ημέρα ο Γιωργάκης ζώστηκε τα άρματα του πάτερα του και πηρέ το πόστο του στις επάλξεις.
Γιωργάκης Κ Βαλτινός. Μετά την κατάληψη από τον Κιουταχή και τον Ιμπραήμ, του Βασιλαδιού ,του Ντολμά, και του Ανατολικού (Αιτωλικό), ο αμέσως επόμενος προφανής στόχος  ήταν η Κλείσοβα, που χρειαζόταν άμεσο ανεφοδιασμό με τρόφιμα και πυρομαχικά. Το εγχείρημα του ανεφοδιασμού ήταν πολύ δύσκολο λόγω του Τουρκικού στολίσκου από βάρκες εξοπλισμένες με κανόνια, που είχαν διατάξει να κατασκευάσουν οι δυο στρατάρχες, και ο οποίος περιπολούσε στη λιμνοθάλασσα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει στη νησί. Ο Γιωργάκης Βαλτινός τότε με μερικούς τολμηρούς φίλους του μπαίνουν σε μια βάρκα και τη φορτώνουν με τα εφόδια και ξεκινούν για το νησάκι. Οι βόμβες και οι σφαίρες πέφτουν σαν χαλάζι από τους Τούρκους πάνω στη βάρκα και λίγα μέτρα πριν αποβιβαστούν ένα βόλι χτύπησε το Γιωργάκη και τον σκότωσε. Αυτό ήταν το ηρωικό τέλος του.
Νταής Βορίλας. Οι Τούρκοι αρχίζουν ένα άγριο και σφοδρό βομβαρδισμό της Κλείσοβας, ενώ ο αρχηγός της φρουράς της, Κίτσος Τζαβέλας βρίσκονταν στο Μεσολόγγι, Ήταν άμεση η ανάγκη να μεταβεί στο νησί. Οι Μεσολογγίτες ήταν μαζεμένοι στα Καραγγελέϊκα σπίτια, που ήταν στον Ανεμόμυλο, (είναι η περιοχή δίπλα από την εφορία, η οποία στα χρόνια εκείνα ήταν νησί,) και παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Όταν ο Κίτσος Τζαβέλας ζήτησε από τους βαρκάρηδες να τον πάνε στη Κλείσοβα εκείνοι αρνήθηκαν. Έβλεπαν με τρόμο το νησί που βαλλόταν αδιάκοπα και με σφοδρότητα και κανείς δεν φάνηκε πρόθυμος να πάει τον αρχηγό στο νησί. Τη κρίσιμη αυτή στιγμή εμφανίστηκε ο Νταής με τη βάρκα του και πηρέ τον αρχηγό με επτά στρατιώτες και ξεκίνησε για τη Κλείσοβα. Οι σφαίρες, σφύριζαν πάνω από τα κεφαλιά τους αλλά ο Νταής προχωρά ατάραχος και με το βλέμμα προσηλωμένο στο νησάκι, ενώ οι Τούρκοι, κυνηγούν τη βάρκα πυροβολώντας και τη ζυγώνουν. Οι Έλληνες ανταποδίδουν τα πυρά, αλλά ενώ ένα βόλι σκοτώνει τον Σπύρο Παπανδρέου, γραμματέα του Τζαβέλα, και τραυματίζει ένα στρατιώτη, ο Νταής δεν χάνει τη ψυχραιμία του και οδηγεί τη βάρκα στο νησί οπού αποβιβάζονται ο Τζαβέλας και οι στρατιώτες, Οι άλλοι βαρκάρηδες βλέποντας το Νταή να σπάει το μπλόκο πήραν θάρρος και μπήκαν στις βάρκες και τράβηξαν για τη Κλείσοβα μεταφέροντας εφόδια και στρατιώτες, Ο Νταής είχε σώσει τη Κλείσοβα.
Πέτρος Γαλιώτας η Αγγούρας. Σκοτώθηκε προσπαθώντας να φτάσει στη Κλείσοβα.
Μανώλης. Ένας σωματώδης Αιγύπτιος από το στρατόπεδο του Ιμπραήμ ,κάθε πρωί με την ανατολή του ηλίου, έπαιρνε τη σημαία τους και τη κάρφωνε σε ένα κοντάρι ,ενώ ταυτόχρονα ύψωνε το γιαταγάνι του και έβριζε και φοβέριζε τους Μεσολογγίτες. Οι άνδρες της φρουράς δεν μπορούσαν πλέον να κρατήσουν τη ψυχραιμία τους καθώς προσβαλλόταν η τιμή τους. Ένα βράδυ ο Μανώλης μπήκε κρυφά στο στρατόπεδο και έρποντας έφτασε κοντά στο κοντάρι. Εκεί καλύφθηκε πίσω από κάτι δένδρα και αφανής πλέον περίμενε το χάραμα, Όταν ξημέρωσε και ήλθε ο Αιγύπτιος πήδησε πάνω του και με το γιαταγάνι τού πήρε το κεφάλι, εκμεταλλευόμενος δε τη σαστιμάρα των Αιγυπτίων, έτρεξε προς το Μεσολόγγι όπου μπήκε σώος.
Αντώνης Μπάκας. Ο Αντώνης γύριζε όλη την ημέρα στις επάλξεις και είχε γίνει φίλος με όλους τους αγωνιστές που τον ήξεραν πλέον με το μικρό του όνομα, Ιδιαίτερα είχε γίνει πολύ φίλος με τους λαγουμιτζήδες, Τη 19η Ιουλίου η φρουρά έκανε έφοδο στην οποία έλαβε μέρος και ο Αντώνης , ο οποίος αρίστευσε αρπάζοντας δυο όπλα από τα χέρια των εχθρών. Στη δεύτερη έφοδο όμως λαβώθηκε στο στήθος και τον μετέφεραν στο σπίτι του όπου ξεψύχησε. Η Μεσολογγίτικη γη αγκάλιασε το σώμα του.
Σπύρος Παπαλουκάς. Ήταν γιος του Αντιστρατήγου Αναστασίου Παπαλουκά αρχηγού της φρουράς του Βασιλαδίου. Ο Σπύρος πολεμούσε μαζί με τη φρουρά στο νησί και ας ήταν δέκα[10] ετών. Πάνω στη έξαψη της μάχης κατά λάθος πήρε ένα αναμμένα δαδί, το όποιο του έπεσε πάνω στα βαρέλια με το μπαρούτι και ανατινάχθηκε όλο το οχυρό. Ο Σπύρος επεβίωσε από την έκρηξη και πέθανε στο Μεσολόγγι το 1900.
Παντολέων Πλατύκας. Την 16η Αυγούστου 1825 ένα μάχιμο παιδί, νεαρός πυροβολητής, στη τάπια Κουτσιούκος, πέφτει πολεμώντας για τη πατρίδα του. Είναι ο Παντολέων Πλατύκας. Στη κηδεία του χοροστάτησε ο Ιωσήφ Ρωγών ο οποίος εξήρε τον ηρωισμό του νεαρού και παρακίνησε τους συνομήλικους του να επιδείξουν το ίδιο θάρρος. Τον Πανταλέωντα τον έκλαψε όλη η πόλη και η φρουρά.
Ζαφείρης Ράπεσης. Ο Ζαφείρης δέκα έξι[16] ετών κατάφερε να εφοδιάσει τη Κλείσοβα με τροφές και πολεμοφόδια και όλοι εξήραν το κατόρθωμα του. Ο Κίτσος Τζαβέλας αρχηγός της φρουράς της Κλείσοβας επήγε και τον φίλησε , θαυμάζοντας τον ηρωισμό του, ενώ και στο Μεσολόγγι έγινε δεκτός με τιμές ήρωα.
Σφήκας. Οι υπερασπιστές της Κλείσοβας καταγόταν σχεδόν όλοι από την ορεινή Ναυπακτία και αποτελούσαν το στρατιωτικό σώμα του Κίτσου Τζαβελλα. Ανάμεσα τους ευρίσκετε και ένα παιδί δέκα πέντε [15] ετών που ονομαζόταν "ΣΦΗΚΑΣ" εξ αιτίας της εξυπνάδας του. Ανέβηκε στο πατάρι της εκκλησίας της Αγίας Τριάδος και άνοιξε πολεμίστρα. Από εκεί έσπερνε το θάνατο στους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ στις εφόδους που έκαναν προσπαθώντας να κυριεύσουν το νησί. Ήταν ψυχογιός του Αξιωματικού Αποστόλη Νιχωρίτη Καρατζογιάννη και ανήκε στο σώμα του Χριστοδούλου Χατζηπέτρου. λέγονταν και κατά πάσα πιθανότητα ήταν αλήθεια, ότι αυτός σκότωσε τον Χουσεΐν Πασά, γαμβρό του Ιμπραήμ Πασά.
Μάνθος Τρικούπης. Ο Μάνθος Τρικούπης ήταν δέκα οκτώ[ 18] ετών και αδελφός του Σπυρίδωνα Τρικούπη ιστορικού και πρωθυπουργού της Ελλάδος. Όρθιος στο πριάρι (είδος βάρκας), όταν η περίσταση το απαιτούσε, ήταν γεμάτος θάρρος και σεμνότητα. Έδρασε κυρίως στη λιμνοθάλασσα σαν ηγέτης πλεούμενου και με συντρόφους τον αδελφό του Θεμιστοκλή και άλλους συνομήλικους του. Σε μια μάχη με τον εχθρικό στολίσκο στις 25 Ιουλίου και αφού πρώτα κυρίευσε πέντε πάσαρες, έπεσε νεκρός από τα εχθρικός πυρά.
Στην έξοδο κατά τον Αινιάν από το σύνολο των εννέα χιλιάδων(9000) γυναικοπαίδων μόνο διακόσια (200)  εσώθησαν.
ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥΣ Η ΜΝΗΜH.
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΜΕΝK

Δεν υπάρχουν σχόλια :