Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΑΤΖΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ.

Το χρονογράφημα του Σαββάτου.
Ήρθε να πάρει ένα παλιό ψυγείο που από καιρό είχε τελειώσει το σκοπό του, κι από αμέλεια ήτανε παρκαρισμένο και εκτελούσε χρέη αποθήκης, δίπλα εκεί απ’ το τροχόσπιτο. Ίδρωσε και ξεΐδρωσε να το φορτώσει, και όταν τέλεψε, κάτσε του ’πα να πιείς ένα καφέ. Έκατσε, σκούπισε τον ιδρώτα του με το μανίκι, κι άρχισε να μονολογεί:
Ωραίος μήνας ο Σεπτέμβρης. Γλυκός καιρός, έχει την δροσιά του, και δεν σε σακατεύει ολότελα ο ήλιος. Το καλοκαίρι δεν υποφέρεται. Σαν λυσσασμένος ψάχνω συνέχεια όλη την ώρα για νερό. Κι αν δεις το τι πετάνε οι άνθρωποι! Ότι αγοράζουνε, τα περισσότερα είναι για πέταμα. Για μένα βέβαια αυτό είναι καλό. Ό,τι μου δώσουν, δεν παραπονιέμαι, - πολλές φορές τα περισσότερα είναι και καλά- μα υπάρχει και πολύ σαβούρα.
Εγώ, για να καταλάβεις, είμαι το χέρι της οικολογίας. Όχι, δεν είναι ψέματα. Ήρθα για να λύσω θέματα και ζητήματα, που εσύ ενώ τα βλέπεις τ’ αφήνεις να περνούν απαρατήρητα, και να με συγχωρείς. Πόσο καιρό το είχες το σαράβαλο εκεί; Σίγουρα πάνω από ένα χρόνο, γιατί άρχισε να το τρώει η σκουριά. Και σίγουρα όλο έλεγες πρέπει να το πετάξω και συνέχεια τ΄ ανέβαλες!
Γι’ αυτό λοιπόν ήρθα εγώ, για να σε βγάλω απ’ τα ζόρια. Δε βαριέσαι, εγώ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα ένα ζόρι τράβαγα. Μου άρεσε από μικρός το τρέξιμο και η περιπέτεια, μιας κι ήμουνα και μπάσταρδος και δεν γνώρισα ποτέ πατέρα. Ήθελα πάντα να τρέχω, να ξεφύγω. Ζαλώθηκα το δικό μου το σαμάρι το λοιπόν, κι άρχισε ο μόχθος. Κι από κει και πέρα, η καθημερινότητα που δεν με άφησε να σηκώσω κεφάλι μήτε να δω τον ουρανό. Στην αρχή, δεν παραπονιόμουν ήμουνα νέος και είχα βλέπεις αντοχές, τώρα όμως που περάσανε τα χρόνια, δεν είναι πια οι καιροί για χασομέρια.
Και οι άνθρωποι έγιναν όμως φίλε μου ρεμάλια. Δεν ξέρω πως αλλάξανε έτσι οι εποχές. Μπαινοβγαίνω στις αυλές τους, κανείς δεν δίνει σημασία. Ποιος ασχολείται με τον παλιατζή. Κανένας σου λέω, κανείς. Μα και με τίποτε δεν ασχολούνται πια, μόνο με τον εαυτό τους. Ένας άθλιος τεράστιος εγωισμός.
Σ’ ευχαριστώ κατάκαρδα για το καφέ, αλλά και γιατί μ’ ανέχτηκες. Σ’ έκοψα απ’ την αρχή πως κάπως διαφέρεις απ’ τους άλλους. Δεν φαίνεσαι από κείνους που θέλουν να τα φάνε όλα τα σκατά. Γιατί σ’ αυτόν τον τόπο τα έχουν φάει όλα, και όλοι τώρα σφυρίζουν αδιάφορα, ενώ τον καταστρέψανε τελείως. Κι όσο είναι καιρός αυτού που κάθεσαι, κοίτα λιγάκι και τον ουρανό. Άμα ξαναπεράσω, εσύ μπορεί και να μου πεις το χρώμα του!
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :