Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

ΤΑ ΜΕΛΟΜΑΚΑΡΟΝΑ.

Αφήγημα του Καστρινού.
 Απ’ τη Πρωτοχρονιά ήταν η πιατέλα με τα μελομακάρονα πάνω στο πάγκο του Καφενείου. Την είχε βάλει σε μια άκρη ο Τάκης ο καφετζής να παίρνουν οι πελάτες να τους γλυκάνει τον καινούργιο χρόνο λέει. Μόλις τελείωσε το πέμπτο τσίπουρο σήμερα, σηκώθηκε ο μπαρμπαΝιόνιος ο Ρεμπουπλικάνος - είχε κάνει ένα φεγγάρι στην Αμερική δουλεύοντας στα σίδερα που στήνονταν οι ουρανοξύστες, και έτσι του ’μεινε το παραγκώμι - και πήρε τα δύο τελευταία μελομακάρονα. Δηλαδή αυτός τον παρακολουθούσα όλες τις μέρες, είχε καταβροχθίσει και τα περισσότερα.
-Τους άλλαξες τα φώτα μπαρμπαΝιόνιο, τα εκτιμάς δεόντως βλέπω τα γλυκά του είπα.
-Σβήνουνε τη σπιρτάδα απ’ τα’ αλκοόλ και μου θυμίζουνε και κάποια ιστορία, μου είπε. Έλα κάτσε εδώ να σου την πω, και να την γράψεις, έτσι ωραία όπως εσύ τις φτιάχνεις. Σε παρακολουθώ και σε διαβάζω συνέχεια εγώ στο διαολομηχάνημα που μου ’φερε ο γιός μου απ την Αμέρικα να επικοινωνούμε. Μου έδειξε εδώ ο Τάκης και σε βρήκα. Άκου λοιπόν:
Το κουτί με τα μελομακάρονα αγοράστηκε απ’ τη κυρά Ματίνα από ένα πάγκο στο πανηγύρι του ΑϊΛευτέρη στα Καμίνια λόγω των ημερών. Γιορτές χωρίς μελομακάρονα στο σπίτι, δεν περνάνε.
Η Βούλα βρίσκονταν ακόμα στο μπάνιο πασαλειμμένη με κρέμες και ζωγράφιζε τη μούρη της με διάφορα μολύβια. Έτσι έμεινε η μαμά να υποδεχτεί τον μέλλοντα γαμπρό. Ο γαμπρός πέρασε μέσα σ’ ένα σαλόνι στολισμένο Χριστουγεννιάτικα, κάθισε αναπαυτικά σε μια δερμάτινη πολυθρόνα κι έδωσε όλες τις πληροφορίες στην ερωτηματική φυσιογνωμία της μαμάς.
-Είμαι 35 ετών, δουλεύω οδηγός στα λεωφορεία, έχω μια παντρεμένη αδερφή και ουδεμία άλλη υποχρέωση. Δεν έχω χρέη σε κανέναν και στο κράτος, και αγαπάω τη θάλασσα το ψάρεμα τη κόρη σας και τον Ολυμπιακό. Κι επειδή είμαι σε μία ηλικία που ένας άνθρωπος πρέπει να σκέπτεται να δημιουργήσει οικογένεια και να σταματήσει να χάνεται στην ταλαιπωρία, Αγαπώ τη κόρη σας και αν και σεις πείτε το ναι θα την αγαπάω περισσότερο και νόμιμα.
-Αχ αυτός ο σκανταλιάρης ο έρωτας! Είπε η μαμά καθώς πρόσφερε το πιατάκι με το μελομακάρονο. Ο γαμπρός έφαγε το μισό και για να κάνει κομπλιμέντο δήλωσε:
-Α! υπέροχο σπιτικό. Εσείς το φτιάξατε;
-Όχι η Βούλα με τα χεράκια της είπε δειλά η μαμά με αρκετή διπλωματία.
Σε ένα μήνα με δόξα και τιμή δέχονταν τα συγχαρητήρια απ’ τ’ απλωμένα χέρια συγγενών και φίλων.
Όλο αυτό τον καιρό το κουτί με τα μελομακάρονα είχε ξεχαστεί μέσα στη σκαλιστή σερβάντα, δίπλα από μια γυάλινη κανάτα του νερού, κι ένα μισό μπουκάλι λικέρ μπανάνα. Κι όταν η σκαλιστή σερβάντα που άρεσε στη Βούλα μεταφέρθηκε προίκα στη τραπεζαρία του νέου νοικοκυριού, το κουτί με τα μελομακάρονα, ακολούθησε κι αυτό μοιραία τη νέα του κατάσταση. Κι άρχισαν να μουχλιάζουν απ’ το κακό τους μέσα στη σερβάντα, γιατί ποτέ τους δεν υπήρξανε γλυκά του γάμου αλλά προτιμούνταν μονάχα τις γιορτές.
Οι νεόνυμφοι αφού έπλευσαν κάνα εξάμηνο μέσα στην ευτυχία, σαν πέρασε και το Καλοκαίρι, άρχισαν να ανακαλύπτουν πολύ ανία ο ένας για τον άλλο. Άρχισαν να μαλώνουν για ηλίθιες λεπτομέρειες, και το κυριότερο, τα χρήματα δεν έφταναν ποτέ στη Βούλα που πάντα εισέπραττε τη κλασική απάντηση.
-Που να τα βρω; Δεν έχω άλλα, πήγαινε κόψε το λαιμό σου. Δάκρυα, λυγμοί, μικρολιποθυμίες μαζί με αιωρούμενες παντόφλες σ’ απίθανες τροχιές ήταν τα επακόλουθα.
Μέχρι που η κυρία γνώρισε τον «ανώτερο άνθρωπο». Λίγο χοντρό, με χοντρή φωνή κι ακόμα πιο χοντρή πορτοφόλα. Ο χοντρός κύριος πλήρωνε τους χοντρούς λογαριασμούς στα μαγαζιά της Βούλας, και δάνειζε κάπου- κάπου και το σύζυγο. Κι ο χοντρός ο «Μάγος» με τα δώρα ήτανε, που έφερε τη γαλήνη και την αφθονία στο Αντρόγυνο. Κι έτσι όπως κατάντησε η κοινωνία, έκανε τα στραβά μάτια ο σύζυγος, και πέρναγαν αυτοί καλά και ο χοντρός καλύτερα.
Πέρασε όμως ένας χρόνος κι ήρθανε πάλι οι γιορτάδες. Ο χοντρός ο «Μάγος» ήρθε ένα βράδυ - χρονιάρες μέρες σου λέει - για να τους βγάλει έξω να γλεντήσουν στα μπουζούκια. Η Βούλα έλειπε στο κομμωτήριο, και ο οικοδεσπότης ανέλαβε να τον τρατάρει αυτοπροσώπως. Άνοιξε τη σερβάντα να του βάλει ένα ουίσκι, κι εκεί βρήκε και τα μελομακάρονα.
-Πάρε του είπε. Τα έχει φτιάξει με τα χεράκια της η Βούλα. Και όπως ήταν ο χοντρός και «φαγανός», τρία κατέβασε χωρίς ούτε καν να τα κοιτάξει για να φύγει σε λίγο «σφαίρα» προς άγνωστο κατεύθυνση. Δεν τον ξαναείδαν ποτέ από τότε. Οι φήμες είπαν ότι έπαθε δηλητηρίαση και νοσηλεύτηκε όλες τις χρονιάρες μέρες. Πάντως δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Μπορεί να φοβήθηκε ότι ο σύζυγος ήθελε από ζήλεια να τον «στείλει». Κι έτσι η γκρίνια στο αντρόγυνο έπιασε πάλι την παλιά της θέση.
-Τι φταίω εγώ διαμαρτύρεται ο σύζυγος. Μελομακάρονα του έδωσα που εσύ έφτιαξες με τα βρομόχερά σου.
- Το κακό σου το φλάρο έφτιαξα. Η μάνα μου στο είπε για να νομίσεις ότι είμαι νοικοκυρά.
-Είστε λαμόγια. Απ’ την αρχή επάνω στην απατή και στο ψέμα στηρίχτηκε αυτός ο γάμος. Ωρύεται ο σύζυγος.
-Και είχε δίκιο δεν είχε; Ρωτάει και ξαναρωτάει ο μπαρμπαΝιόνιος που δεν ξέρω τι σχέση είχε με τη ιστορία.
- Εμ! βέβαια είχε μπαρμπαΝιόνιο. Τον ξεγελάσανε οικτρά. Από το πανηγύρι είχε αγοράσει τα μελομακάρονα η κυρά Ματίνα.
-Τάκη! Ένα τσίπουρο διπλό στο Κώστα από μένα.
Κώστας Μπούτιβας - Καστρινός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :