Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

ΠΙΠΗΣ Ο ΠΕΘΑΜΕΝΑΤΖΗΣ.

Επίκαιρο αφήγημα του Κώστα Καστρινού.
Βρέχει. Βρέχει ασταμάτητα. Βέβαια δεν είναι εδώ βόρεια Ευρώπη. Μπορεί τώρα να έγινες μουσκίδι, αλλά αργά η γρήγορα θα βγει ο ήλιος, και θα ’χεις μια αίσθηση αλλοπρόσαλλη. Σα να βρίσκεσαι ανάμεσα σ’ ένα καυγά, που τσακώνονται η Άνοιξη με το Χειμώνα ν’ αποφασίσουν ποιος θα επικρατήσει. Τέλος Χειμώνα λοιπόν αλλά Ελληνικά. Σε λίγο η βροχή θα έχει μείνει πίσω, σαν τη πλαστή ευμάρεια πριν λίγα χρόνια αυτής της χώρας.
Ο σαρανταπεντάχρονος με τα ευδιάκριτα γκρίζα μαλλιά στέκεται όρθιος μέσα σ’ ένα βαγόνι του μετρό. Θα κατέβει στην επόμενη στάση. Κρατάει μια μισοσπασμένη ομπρέλα στο ένα του χέρι , εκείνο που δεν κρατιέται απ’ τη χειρολαβή. Έμεινε άνεργος μόλις προχθές και είναι τώρα ένα μάτσο χάλια. Νοιώθει απαίσια, σαν κάποιος να θέλει να του βγάλει τη καρδιά, και να του βάλει μια ντενεκεδένια. Το τραίνο σταματάει, κι άβουλα ακολουθεί τ’ ανθρώπινο ποτάμι στις σκάλες τις κυλιόμενες. Κι εκεί του έρχεται να μπήξει μια φωνή. Να ουρλιάξει: «μας καταστρέψατε κουφάλες»
-Μάστορα όπως βλέπεις δεν τσουλάει τίποτα. Θα το παλέψω μόνος μου με τον πιτσιρικά. Να ’ρχεσαι μια φορά το μήνα για να σου δίνω κάτι απ΄ τα χρωστούμενα του είπε το αφεντικό, πριν να κλειστεί ερμητικά μες το ζεστό τζαμένιο του γραφείο. Του ’ρθε «ταμπλάς» μετά από είκοσι πέντε χρόνια που ανελλιπώς τον δούλευε,, και του έρχονταν ν’ αρχίσει να κουτουλάει τη σιδερένια μηχανή.
Η κυλιόμενη σκάλα τον έβγαλε στην επιφάνια του εδάφους, νοιώθοντας σα να πλέει σε μια λίμνη από λάσπη. Και τώρα άνεργος. Τώρα τι κάνεις; Του λέγε μέσα του μια αόρατη φωνή. Τι να κάνει; Τι μπορεί να κάνει; Πώς να παλέψει την απελπισία που άρχισε να τον ζώνει από παντού; Εκεί ήταν που τον είδε ο κυρ Μηνάς ο Χαρχαλάς ακουμπισμένος στη σιδερένια πόρτα του γραφείου τελετών «ο Αρχάγγελος», κι έτσι στο μαύρο χάλι που ήταν τον πέρασε για ερχόμενο πελάτη.
-Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης πατριώτη. Έλα να σε κεράσω ένα καφέ και να τα πούμε από κοντά. Τον είχε ανάγκη τούτη την ώρα αυτόν τον έρμο τον καφέ, και έτσι βρέθηκε ν’ ακούει του κυρ Μηνά του «Αρχιτελετάρχη» την αφήγηση.
-Εγώ που λες λεβέντη μου πάνω από τρείς χιλιάδες πεθαμένους κουβάλησα στον ώμο μου και χώρια τα κονταροστέφανα. Οι πάντες μ’ έχουνε θαμάξει. Όπου και να ρωτήσεις σ΄ όλα τα Νεκροταφεία, έχουν να πουν για λόγου μου. Κι έτσι ευδοκίμησα σε τούτη τη δουλειά. Και θέλει πέτρινη καρδιά και μπράτσα, να κάνεις σήμερον τον πεθαμενατζή. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Ξέρεις τι βάρος παίρνει ο πεθαμένος; Τούτο δω το χούφταλο; Λες. Κι όμως πέφτουν τα νεφρά σου σηκώνοντας το φέρετρο. Κι έρχεται σήμερα επάνω στο κακό που τα «κακάρωσε» η χώρα, ο πάσα ένας προσκολλιώμενος για να κονομήσει κάτι τις , και λέει ότι τάχατες έχει δικιά του «κάστα», και ζητάει να χαλάσει τη τάξη και το σινάφι μας. Και ότι λέει λόγω Ε.Ο.Κ και απελευθέρωσης επαγγελμάτων, έχει δικαιώματα σαν ίσος προς ίσους. Πόλεμο στα ίσα δηλαδή. Αμ εγώ ρε μάγκα πάλεψα μια ζωή για τούτη τη θέση. Τι μας μπαίνεις δηλαδή τώρα στη μέση εσύ; Κι αφού σε βλέπω οτ’ είσαι μόρτης κι έμεινες άνεργος κατ’ όπως λες, άμα τηρήσεις όλα τούτα που σου λέω κατά γράμμα, καλό παιδί φαίνεσαι, έλα κι εσύ εδώ κοντά μου να βγάλεις το καρβέλι σου. Δεν έχεις κοντά μου τίποτα να φοβηθείς, και δουλειά θα’χεις πάντα, και ούτε άνεργος να μείνεις θα κιντυνεύεις. Τόσος κοσμάκης πεθαίνει καθημερινά.
Είχε στραγγίξει ο τόπος την άλλη μέρα απ΄τη πλημύρα και το μεγάλο χαλασμό, και είχε βγει ένας ήλιος μεγαλοπρεπέστατος. Στα μαύρα σαν κοράκι ο Πίπης ο Κορυδαλιώτης, με τ’ άσπρα γάντια του και με τη μαύρη τη γραβάτα, θέση πρώτος αριστερά τιμητική, της μόστρας κατά όπως λένε λόγω κορμοστασιάς. Βήμα στητό, λες κι ήταν παραστάτης στη παρέλαση, να σιγοψέλνει «αιωνία αυτού η μνήμη». Οι τύποι προπαντός . Έτσι είναι ετούτη η νέα του δουλειά.
Ελλάδα 2013. Χρονιά ξεφτιλισμένη πάει να πει, της ανεργίας, της θλίψης, του χαμού.
Μπούτιβας Κώστας.- Καστρινός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :