Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Ε ΟΡΕ ΚΑΤΣΑΠΛΙΑ ΣΚΥΛΑΡΑΠΑ. (Επετειακό Διήγημα)

Χίμηξε πρώτος  και του κατάφερε ένα θανάσιμο χτύπημα.
Τα μαντάτα ήτανε μαύρα κι άραχνα. Δεν έφτανε τ’ ασκέρι του Κιουταχή που έσφιγγε σαν τανάλια το έρμο το Μεσολόγγι ήρθαν τώρα κι ετούτοι οι αραπάδες, του Μπραήμ οι «τακτικοί», λεφούσι ολόκληρο για αίμα διψασμένο. Και στείλανε πρεσβείες και μαντατοφόρους οι Τουρκοαιγύπτιοι, και ζήταγαν συνθηκολόγηση και παράδοση άνευ όρων.
Άλλο όμως ήταν το χειρότερο. Κάθε πρωί σαν έσκαγε ο ήλιος πάνω απ’ τη Βαράσοβα, ένας «νέγρος» γκρεντάλι ολόκληρο, τεράστιος κι αγριεμένος, ανέβαζε επιδεικτικά σ΄ένα μακρύ κοντάρι την οθωμανική σημαία με το μισοφέγγαρο, απειλώντας με τη σπάθα του και βρίζοντας αισχρά τους Μεσολογγίτες. Λυσσομάναγαν οι πολιορκημένοι στις ντάπιες και τα χαρακώματα, και ένα πράγμα απασχολούσε μικρομέγαλους, πως θα απαλλαγούν απ’ το θρασίμι τον «σκυλάραπα».
Ένας νεαρός Κερασοβίτης, θα’ταν δεν θα’τανε δεκαοχτώ χρονών, Μανόλης ήταν τ’ όνομά του, είχε απ’ όλους το μεγαλύτερο θυμό, κι εκείνες οι βρισιές και τα αισχρόλογα, φλόγιζαν όσο κανέναν άλλο την ψυχή του. Τον εξαγρίωναν τον έκαναν θεριό ανήμερο, μα τι να έκανε; Σε τέτοιες στιγμές και στην ταραχή,  που ενεργεί μόνο το ένστικτο, το πήρε απόφαση. Ένα βράδυ βγήκε οπλισμένος απ’ το Μεσολόγγι με το κοφτερό γιαταγάνι του, και με μεγάλες προφυλάξεις χώθηκε σε μια τρύπα που σχημάτιζε το χώμα και την σκέπαζαν τα σκοίνα με σκοπό να μείνει κρυμμένος όλη νύχτα εκεί. Το χάραμα επισκόπησε το μέρος για μια ακόμα φορά, κι έπειτα άρχισε να προχωράει με τα τέσσερα, προς το μέρος που ήτανε το ψηλό κοντάρι της σημαίας. Σε λίγο ανασκίρτησε. Ο άνθρωπος που μισούσε περισσότερο από ότι δήποτε στον κόσμο, αυτό το ελεεινό υποκείμενο ήταν μπροστά του.
-Ε ορέ κατσαπλιά σκυλάραπα. Δεν είπε τίποτ’ άλλο. Χίμηξε πρώτος  και του κατάφερε ένα θανάσιμο χτύπημα με το γιαταγάνι του. Πήδηξε μέσα στη πλησιέστερη σκοιναριά, κι αψηφώντας τα βόλια που βούϊζαν δίπλα του τράπηκε γρήγορα σε φυγή, κι έτρεξε να χωθεί μέσα στο φρούριο. Στις ντάπιες του «Κεραυνοβόλου» και του «Γουλιέλμου της Οράγγης» οι πολιορκημένοι άρχισαν να πετάν τις σκούφιες τους απ’ τη χαρά τους, κι έτρεξαν να σφίξουνε στην αγκαλιά τους έναν ακόμα ήρωα του Μεσολογγιού.
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :