Eίναι πολλά τα ταπεινά αλλά τόσο
απαραίτητα, σκεύη και εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν σε παλιότερες εποχές
και εξυπηρέτησαν τα νοικοκυριά, και που θα καταπιαστώ μ’ αυτά σε συνέχειες μ’ ένα-ένα
όπως θα τα θυμάμαι, έτσι για να χαστουκίζω τις ώρες του συνταξιούχου τις
ατέλειωτες, να τα ξαναθυμηθούν οι παλιότεροι, και να τα μάθουνε και οι
νέοι, που δεν τα γνώρισαν ποτέ. Και θα τα
περιγράψω όσο γίνεται καλύτερα και με όσες λεπτομέρειες θυμάμαι, κι αν σας
φανούν κάποια στιγμή ετούτα όλα βαρετά, δεν τρέχει τίποτα, τραβάτε σ’ άλλο μαγαζί να σας κεράσει μίζερη
καθημερινότητα. Όσοι όμως θέλουν ακόμα να θυμούνται, κι’ όσοι είναι λιγάκι
περίεργοι. Περάστε είστε ευπρόσδεκτοι. Αυτά έγραψα σε προηγούμενο άρθρο,
ξεκινώντας την ενότητα «ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ». Το διάβασε ο Μανώλης, φίλος
και γείτονας "στας εξοχάς" κι ομοτσιπουροπότης, και ζήτησε να γράψω και για άλλα,
όπως το φανάρι και το ψυγείο πάγου. Δε μπορώ να του χαλάσω χατίρι, γιατί έχει
κι ωραίο τσίπουρο. Και προχωράω.
Οι άνθρωποι όχι πριν και πολλά χρόνια στη
παιδική μας εποχή, είχαν πρόβλημα με τη διατήρηση των τροφίμων. Έτσι για να
διατηρηθούν και να παραμείνουν περισσότερο χρόνο, έπρεπε να είναι σε μέρος
σίγουρο και προστατευμένο απ’ τα έντομα και τα διάφορα «ζουζούνια» και σε μέρος
όσο το δυνατόν πιο δροσερό.
Και δύο τέτοια μέρη, πολύτιμα και απαραίτητα
σε κάθε σπίτι εκείνη την εποχή ήταν: Η σήτα η το λεγόμενο αλλιώς φανάρι, και
αργότερα το απαραίτητο σε κάθε σπίτι ψυγείο πάγου.
Το «φανάρι» Ήταν ένα τετράγωνο κατασκεύασμα,
σαν ένα μεγάλο λαδοφάναρο εκείνης της εποχής, φτιαγμένο με μεταλλικό
ελαφρό σκελετό (τσίγκινο) που γύρω - γύρω καλυπτόταν από σήτα. Μπροστά είχε
πόρτα και μέσα δύο ράφια για να ακουμπούν τα διάφορα τρόφιμα.
Το κρεμούσαν σε κάποιο δροσερό μέρος του
σπιτιού, στο πιο δροσερό που υπήρχε και συνήθως καλά αεριζόμενο, φροντίζοντας
πάντα να μην έχουν πρόσβαση οι γάτες, οι οποίες συχνά προσπαθούσαν να το
φτάσουν.
Αργότερα, εκεί
στα τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έκαναν την εμφάνισή τους στα νοικοκυριά,
τα πρώτα ψυγεία πάγου, που γνώρισαν μεγάλες δόξες και τιμές σε κάθε σπίτι.
Αυτό ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο κουτί, επενδυμένο
εσωτερικά με τσίγκο. Είχε δύο πόρτες, μια πάνω και μια μπροστά, και στηριζόταν
σε τέσσερα πόδια.
Το πάνω μέρος άνοιγε και είχε μια σιδερένια
μικρή δεξαμενή με καπάκι από πάνω, που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα. Εκεί
σ’ αυτή τη δεξαμενή, ρίχνανε το νερό με τη ποτίστρα για να παγώνει και έτσι είχαν
πάντα κρύο νερό.
Λίγο πιο μπροστά απ’ τη δεξαμενή έμπαινε ο
πάγος, τυλιγμένος με μια «λινάτσα» για να λιώνει όσο το δυνατόν αργότερα.
Στο κάτω μέρος, ανοίγοντας τη μπροστινή πόρτα,
υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Τα νερά που έτρεχαν
προς τα κάτω, έψυχαν τις επιφάνειες (από τσίγκο) του ψυγείου κι έτσι
διατηρούνταν κρύα τα φαγητά.
Κάτω - κάτω υπήρχε ο συλλέκτης των νερών, ένα
συρτάρι ας πούμε, όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και οι
νοικοκυρές το άδειαζαν όταν γέμιζε, για να μη πλημμυρίσει όλο το σπίτι.
Κάθε μέρα κατά τις έντεκα το πρωί, έρχονταν ο
πάγος. Το παγοπώλη έκανε τότε στο Αγγελόκαστρο ο Μπάκιας ο Αλιάγας. Έφερνε με
την πράσινη τρίκυκλη μηχανή του τον πάγο απ’ το Αγρίνιο, και τον έβανε σ’ ένα
μεγάλο ξύλινο κουτί, εκεί στον κορμό απ’ το πλάτανο του Φωστήρα, στο κέντρο του
χωριού.
Στη σειρά όλοι εκείνη την ώρα, έδιναν τη παραγγελία.
Ένα τέταρτο ή μισή κολώνα, που έκοβε ο Μπάκιας με ένα πριόνι, κι ένα
σιδερένιο μυτερό εργαλείο. Κι εμείς τα παιδιά τρέχαμε να βουτήξουν κάποιο κομμάτι
που έφευγε από το κόψιμο, και ουρλιάζανε οι μανάδες.
-Κωστάκιιιιι. Θα φας τσ’ χρουνιάς άμα σε ξαναπιάσνε τα λαιμά ς!
-Κωστάκιιιιι. Θα φας τσ’ χρουνιάς άμα σε ξαναπιάσνε τα λαιμά ς!
Ο πάγος μεταφέρονταν μ’ ένα μικρό σακί στο
σπίτι, να τοποθετηθεί μες τη λινάτσα, στο πάνω μέρος του ξύλινου ψυγείου.
Το πιο σημαντικό όμως που θυμάμαι απ’ αυτή την
ιστορία, είναι το φινάλε αυτής της εποχής, που είχε την εξής κατάληξη.
-ΜπαρπαΜπάκια είπε η βάβο μη μας ξαναφέρεις
πάγο.
Πήραμε ψυγείο ελεχτρικό!!
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου