Είχανε βγει όλοι έξω απ’ το καφενείο, ένα μεγάλο ανθρώπινο «μπουλούκι» και κοίταζαν όλοι επάνω προς την Εκκλησία. Κάτι έγινε υπέθεσα κι έτρεξα προς τα εκεί.
-Τι είναι ρε παιδιά τι έγινε;
-Τι έγινε ρε Καστρινέ! Δε βλέπεις; Ήρθανε τα λελέκια.
Δυό ζεύγη Πελαργών πάνω απ’ το τρούλο της Εκκλησίας. Το ένα ζευγάρι καθισμένο μέσα στην παλιά φωλιά τους, και το άλλο να κάνει συνέχεια κύκλους από πάνω τους. Τέσσερα μεγάλα πουλιά πάνω από ένα μέτρο το καθένα, έσπαγαν τη πρωινή μονοτονία του Αγγελοκάστρου. Κι έπειτα από λίγο, ένα δυνατό ρυθμικό κροτάλισμα απ’ το ράμφος του ενός, έκανε όλους σχεδόν πια τους χωριανούς να στρέψουνε το βλέμμα τους προς τα εκεί.
Χρόνια ετούτα τα πουλιά του είδους των λευκοπελαργών, έρχονταν στο χωριό μας ζευγάρι. Ο κάμπος έξω απ’ το χωριό με τις λίμνες και τα ποτάμια του, ήταν γι’ αυτά ιδανική περίπτωση κι έβρισκαν άφθονη τροφή: φίδια, σκουλήκια, «σκουταρέλες» , ποντίκια και «μπακακάκια».
Μικροεπισκεύαζαν τη παλιά φωλιά τους, στην κορυφή του τρούλου των Αγίων Αποστόλων, γύρω –γύρω απ’ τον πέτρινο σταυρό, με κληματόβεργες και ξερόφυλλα, κι εκεί αργότερα γεννούσαν τα παιδιά τους. Η μάνα έμενε όσο ήτανε μικρά πάντοτε μαζί τους και ο πατέρας γύριζε όλη μέρα για τροφή, που κουβαλούσε με το ράμφος στη φωλιά. Και ήταν «χάρμα ιδέστε» τα μικρά, καθώς ανασηκώνονταν, τεντώνοντας το λαιμό τους και ανοίγοντας το στόμα τους, για να δεχτούνε τη τροφή.
Κι όταν τα μικρά γίνονταν πεταρούδια και μεγάλωναν, πέταγαν σιγά- σιγά γύρω απ’ την εκκλησία, αργότερα στο «ψηλαλώνι», μέχρι να βγουν κι αυτά στο κάμπο μόνα τους για τροφή.
Και σαν ερχόταν το φθινόπωρο, όλοι μαζί έφευγαν πια για μέρη πιο ζεστά για να ξανάρθουν πάλι στο χωριό την άλλη Άνοιξη.
Όταν όμως άρχισαν να μπαίνουν σαν καλλιέργεια τα «Βιρτζίνια» τα καπνά στο κάμπο, με τα πανίσχυρα φυτοφάρμακα και δηλητήρια που συνόδευαν τη καλλιέργειά τους, του Αγγελοκάστρου τα «λελέκια» δεν έφυγαν ποτέ. Βρέθηκαν και τα δυό ψόφια από φυτοφάρμακο στου κάμπου τα χωράφια. Δεκαπέντε χρόνια είχαν να φανούν «λελέκια» στο Αγγελόκαστρο. Τα είχε διώξει η ασυδοσία των ανθρώπων.
Εδώ και τρία χρόνια κι αφού σταμάτησε πιά η καλλιέργεια «Βιρτζινιών» στο τόπο μας, μας ξαναήρθαν οι «ευπρόσδεκτοι μετανάστες», κι αυτό χαίρονταν και απολάμβαναν οι μαζεμένοι έξω απ’ το Καφενείο χωριανοί.
-Άϊντε και του χρόνου είπαν να είμαστε καλά. Και ξαναμπήκανε στο μαγαζί να συνεχίσουν τη μπιρίμπα τους.
Μπούτιβας Κώστας - Καστρινός.