Αποβραδίς το μούσκευε το στάρι η μάνα, έπαιρνε ένα ρόϊδο απ’ το κρεμασμένο δίχτυ στο κατώι, και το ξεσπύριζε σπυρί – σπυρί, κοπάναγε στο «χαβάνι» κανέλα και γαρίφαλο κι έβραζε και ξεφλούδιζε αμύγδαλα να μείνουν ασπρισμένα. Τα ’παιρνε όλα ετούτα η βάβω η Κώσταινα μετά, τα έβανε σε μια πιατέλα και τα πασπάλιζε με ζάχαρη άχνη λευκή. Μας βάζανε ένα τάλιρο στο χέρι, ταχτοποιούσανε τη πιατέλα στ’ απλωμένα μας τα χέρια, και μας ξαπόστελναν στην εκκλησία στον παπαΒασίλη, ότι ήτανε "ψχουσάββατο", ν’ ανοίξει λέει τη πόρτα του παράδεισου, να σ’χωρεθούν της οικογένειας κι όλου του κόσμου τα απεθαμένα.....
Ψυχοσάββατο αύριο, η μέρα των ψυχών, η μέρα κείνων που δεν είναι πια κοντά μας, που είναι κάπου αλλού, που εμείς δεν ξέρουμε που, κι αιώνια θα ψάχνουμε να βρούμε. Και μας θυμίζει τούτη η μέρα, πόσο εφήμερο είναι το πέρασμά μας από δω, προσπαθώντας ίσως να μας πει πως αύριο μπορεί και να’ ναι πολύ αργά για οτιδήποτε, πολύ αργά για να ζητήσουμε μια συγγνώμη, πολύ αργά για να αγγίξουμε κάποιον, πολύ αργά για να χαμογελάσουμε.
Πάντα με την αρχή της Άνοιξης τούτο το Σάββατο, το Σάββατο των ψυχών. Μετά τ’ αποκριάτικα τα γλέντια, σημαδιακά ίσως, επιχειρεί να μας θυμίσει, ότι μετά τη βαρυχειμωνιά υπάρχει κάποια Άνοιξη, κι ότι το πέρασμά μας από δω είναι πρόσκαιρο και εφήμερο.
Και κάθε χρόνο, σε τούτο το ψυχοσάββατο, ανάβει ο κόσμος ένα κεράκι, κάνει ένα ιδιότυπο μνημόσυνο σε όλες τις ψυχές που φύγανε, φωτίζει λίγο μνήμες κι αναμνήσεις... Και κάθε χρόνος που περνάει, μακραίνει ο κατάλογος όλων εκείνων που χαθήκανε, κι ίσως κανείς να μην κατάλαβε ποτέ, το πως και το γιατί.
Ψυχοσάββατο αύριο, κι αν ποτέ μου δε τα πήγαινα καλά με κόλλυβα και όλα αυτά τα εκκλησιαστικά που τάχα κάνουμε σπονδή προς το Θεό για τη ψυχή που χάθηκε, θα πάω σήμερα ν’ ανάψω ένα κερί για όλες τις ψυχές που έχουν πια χαθεί απ’ τη ζωή μου, για όλους αυτούς που δεν είναι πια εδώ. Έτσι να ξέρουν ότι τους θυμάμαι.
Αυριο που’ ναι ψυχοσάββατο λοιπόν, ίσως θα ήταν καλό να ανάψουμε όλοι μας ένα κερί, ένα καντήλι, για όλους αυτούς που δεν είναι πια εδώ. Κι όχι μονάχα για εκείνους που λείπουν σε μας. Ίσως πολύ περισσότερο για κείνους που σε κανένανε δε λείπουνε…
Μπούτιβας Κώστας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου