Είναι κάτι τόποι ορόσημο, που σταματάει επάνω τους με σεβασμό κι ο χρόνος, και η συγκίνηση εκεί σου περπατάει τη ραχοκοκαλιά. Κι είναι και κάτι ημερομηνίες που δεν τις αγγίζει ούτε τις πειράζει κι αυτή ακόμα η αδηφάγος λησμονιά. Κι επειδή κάποτε ποτίστηκαν με αίμα και με θάνατο, εκπέμπουν και θα εκπέμπουν στους αιώνες την μαγική τη λάμψη της λευτεριάς. Τέτοιοι τόποι και τέτοιες σημαδιακές ημέρες σ΄αυτή τη χώρα υπάρχουνε πολλές. Ήταν γραφτό της μοίρας της απ΄ότι φαίνεται, η ιστορία εδώ να σπέρνει τάφους. Εδώ στον τόπο μας, σ’ ένα τέτοιο σημαδιακό χώρο, μια τέτοια σημαδιακή ημερομηνία οι κατακτητές στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής εκεί κοντά στα σύνορα Αγγελοκάστρου και Καλυβίων, επάνω στη στροφή, δίπλα στου τραίνου τις γραμμές στις 29 Ιουλίου του 1944 εκτέλεσαν 59 παλικάρια ανάμεσά τους και κάποιον έφηβο Αγγελοκαστρίτη. Διαβάστε για πρώτη φορά την άγνωστη ιστορία του μικρού μάρτυρα της Λευτεριάς, του 17χρονου Αγγελοκαστρίτη, Βασίλη Τριανταφύλλου, ο οποίος συνελήφθη εκείνες τις μαύρες μέρες του 1944, όπως την γράφει ο Καλυβιώτης συντοπίτης μας Γιώργος Πανταζόπουλος απ’ την αφήγηση και τα ενθυμήματα της μικρότερης αδερφή του Ζωή Καραλή- Τριανταφύλλου.
Κώστας Μπούτιβας.
Ο Βασίλης Τριανταφύλλου γεννήθηκε το 1927 στο Αγγελόκαστρο, παιδί του Κωνσταντίνου και της Σταματίας και μέλος πολυμελούς οικογένειας με ακόμη πέντε αδέρφια τον Δημήτρη, τον Γιάννη, τη Σοφία, την Ζωή και την Ολυμπία.Ήταν ένα όμορφο παλληκάρι με ξανθά μαλλιά, καλοσυνάτο, εργατικό και αγαπητό στους συγχωριανούς του.
Το πρωινό της 24ης Ιουλίου 1944 είχε πάει μαζί με την αδερφή του Σοφία, στο βάλτο του Αγγελοκάστρου, περιοχή ανάμεσα στη λίμνη Λυσιμαχία και τον Σταθμό Αγγελοκάστρου, για να κάνει αγροτικές εργασίες μαζί με τα δύο άλογα Τσίλια και Μούρτζο… Κατά το μεσημέρι έφυγαν από το χωράφι και κατευθύνθηκαν προς τον Σταθμό Αγγελοκάστρου. Εκεί υπήρχε βαγόνι με φυλακισμένους Έλληνες που είχαν συλληφθεί σε χωριά και την ύπαιθρο, χωρίς συγκεκριμένες κατηγορίες, μόνο και μόνο για να τρομοκρατηθούν οι κάτοικοι της περιοχής. Να πούμε ότι, οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής σε όλη τη διάρκεια του 1944 δέχονταν αλλεπάλληλα κτυπήματα από αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ στην περιοχή μας, όπως στο Αγγελόκαστρο, στη Σταμνά, στο Αιτωλικό και σε άλλες περιοχές.
Ο Σταθμός Αγγελοκάστρου ήταν λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής το επίκεντρο της εμπορικής και επιβατικής κίνησης της περιοχής και από εκεί διακινούνταν καθημερινά όλα τα αγροτικά προϊόντα, ενώ το καφενείο του Σερμιτζέλη ήταν το σημείο συνάντησης για τους κατοίκους και τους ταξιδευτές. Ο Βασίλης είπε στην αδερφή του: Σοφία πάρε τα άλογα και πήγαινε στο χωριό. Η Σοφία αρνήθηκε και ήθελε να πάνε μαζί. Εγώ θα καθίσω στο Σταθμό να πάρω ένα τσιγάρο και να δω τι γίνεται με τον φίλο μου Σπύρο (Σταυρόπουλος) και γιατί τον έχουν συλλάβει οι Γερμανοί… Ο Σπύρος Σταυρόπουλος ήταν από το Αγρίνιο όμως δούλευε με τον πατέρα του στο μύλο που είχαν στην είσοδο του Αγγελοκάστρου. Το βαγόνι το φύλαγαν δυο Γερμανοί σκοποί που περιπολούσαν στο σημείο. Ανήκαν στην ομάδα Γερμανών στρατιωτών, από τη διμοιρία που είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί στη γέφυρα Αγγελοκάστρου για τον έλεγχο της γραμμής και της γέφυρας του Δίμικου. Η Σοφία τελικά πείσθηκε από τον αδερφό της και έφυγε για το χωριό μαζί με τα άλογα. Ο Σπύρος πλησίαζε κοντά στο καφενείο του Σερμιτζέλη, όμως οι Γερμανοί στρατιώτες, πιθανά επειδή τον θεώρησαν ύποπτο, πλησίασαν το νεαρό και χωρίς πολλές εξηγήσεις τον συνέλαβαν και τον έσπρωξαν μέσα στο βαγόνι μαζί με τους άλλους.
Μετά από λίγη ώρα το νέο κυκλοφόρησε στο χωριό, δηλ. ότι συνελήφθη ο Βασίλης, δημιουργώντας μια σχετική αναστάτωση ενώ η οικογένειά του ήταν ανήσυχη… Ο πατέρας του Κωνσταντίνος μαζί με άλλους χωριανούς και τον Πρόεδρο της Κοινότητας Χαράλαμπο Π. Κασιδιάρη, κινητοποιήθηκαν και αποφάσισαν να πάνε στο Σταθμό για να μάθουν τι συμβαίνει αλλά και να μπορέσουν να διαπραγματευθούν την ελευθέρωση του Βασίλη. Ο παππούς Θεόδωρος Καραλής, πήρε καινούργια αλλαξιά ρούχα για να τα δώσει στον εγγονό του, μιας και ήταν ακόμη με τα ρούχα της δουλειάς. Οι αγγελοκαστρίτες μίλησαν με τους Γερμανούς και μάλλον τους ανέφεραν ότι μέχρι το βράδυ εκείνης της ημέρας θα τον απελευθέρωναν. Όμως όπως θυμάται η Ζωή Καραλή-Τριανταφύλλου, ένας καταδότης που ήταν από άλλο χωριό, είπε με έντονο ύφος στους αγγελοκαστρίτες την ώρα που γίνονταν οι συζητήσεις με τους Γερμανούς ότι, δεν θα βγάλουμε έξω τον κομμουνιστή.
Έτσι ο πατέρας του Βασίλη και οι υπόλοιποι χωριανοί, έφυγαν ανήσυχοι και προβληματισμένοι από το σημείο, χωρίς να ξέρουν αν το παιδί θα ελευθερώνονταν ή θα πήγαινε στις φυλακές. Τις επόμενες ημέρες ο πατέρας του Βασίλη πήγε πολλές φορές, πότε με τον πρόεδρο της Κοινότητας Λ. Κασιδιάρη και τον κουμπάρο του Πάνο Παρρά, πότε με άλλους συγγενείς, προκειμένου να μιλήσει και να πείσει τους Γερμανούς να αφήσουν το παιδί του, μιας και δεν έφταιγε σε κάτι ούτε είχε ανάμιξη σε αντιστασιακές ομάδες ανταρτών. Όμως οι μέρες περνούσαν και δεν υπήρχε κανένα αποτέλεσμα για την απελευθέρωση του Βασίλη. Τελικά όπως έμαθαν δυο μέρες μετά, το τραίνο αναχώρησε για το Αγρίνιο, σέρνοντας μαζί και το βαγόνι με τους Έλληνες κρατούμενους οι οποίοι κλείστηκαν στις φυλακές Παναγόπουλου και της Αγίας Τριάδας.
Και τότε στις 30 Ιουλίου του 1944, έγινε το σαμποτάζ των ανταρτών σε γερμανικό όχημα που επόπτευε το τηλεγραφικό δίκτυο δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή και κοντά στα Καλύβια, όπου σκοτώθηκαν έξι Γερμανοί στρατιώτες. Για αντίποινα οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους του Τάγματος Ασφαλείας Αγρινίου, αποφάσισαν να εκτελέσουν άμεσα την επόμενη μέρα στο συγκεκριμένο σημείο 60 Έλληνες πατριώτες, μεταξύ αυτών και τον Βασίλη Τριανταφύλλου. Εκεί δίπλα λοιπόν στις γραμμές του τραίνου στη θέση "Φυλάκιο", ακριβώς στο τόπο που κατέληξε το γερμανικό όχημα, εκτελέστηκαν από το γερμανικό εκτελεστικό απόσπασμα, κατά ομάδες των δέκα, των οκτώ ή των πέντε, όπως τους κατέβαζαν από τα 3-4 φορτηγά-καμιόνια, που τους είχαν φορτώσει, πενήντα πέντε (55) πατριώτες, ενώ κρεμάστηκαν σε τηλεγραφόξυλα, τέσσερις λεβέντες πατριώτες. Σε λίγα δευτερόλεπτα οι κροταλισμοί των μυδραλίων, που σύμφωνα με μαρτυρίες ακούγονταν μέχρι τα υψώματα του Αγγελοκάστρου, ξερνούσαν μάλλον εμπρηστικά βλήματα έφεραν θανατερή σιωπή. Οι ηλιαχτίδες του ήλιου έκαναν φανερό από μακριά το αποτρόπαιο έγκλημα των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής. Η εκτέλεση και ο απαγχονισμός των πατριωτών έγιναν το πρωί ώρα 7 π.μ. της Δευτέρας 31ης Ιουλίου 1944.
Στο Αγγελόκαστρο, η οικογένεια και οι χωριανοί του έμαθαν τα θλιβερά μαντάτα της εκτέλεσης και είχαν την κρυφή ελπίδα μήπως ζει ο Βασίλης… Ο Κωνσταντίνος Τριανταφύλλου πήρε μια παράτολμη απόφαση εκείνο το πρωινό… Θα πήγαινε κρυφά στο σημείο της εκτέλεσης για να δει τι απέγινε το παιδί του. Μέσα από το βάλτο και τα χωράφια, κρυμμένος από τη βλάστηση και τα βάτα που σκέπαζαν τα χωμάτινα αυλάκια έφτασε μετά από ώρα κοντά στον τόπο του μαρτυρίου. Μια γερμανική μηχανή με δυο στρατιώτες, περιπολούσε γύρω από το σημείο και δεν άφηνε κανένα να πλησιάσει τους νεκρούς πατριώτες. Δίχως να τον αντιληφθούν, ο Κωνσταντίνος Τριανταφύλλου, κρυμμένος καλά μέσα στα καλάμια και τα βάτα, είδε με τα μάτια του το παιδί του το Βασίλη να είναι πεσμένο στο έδαφος και ακριβώς δίπλα του ο Σπύρος, σχεδόν αγκαλιασμένοι να κείτονται τα άψυχα κορμιά τους και με τα πόδια τους να βρίσκονται μέσα στο αυλάκι με το λιγοστό νερό… Βούρκωσε και από μέσα του έκλαψε γοερά… Πήρε το δρόμο της επιστροφής και φθάνοντας στο χωριό εξιστόρησε στους δικούς του το τραγικό νέο και το σκηνικό θανάτου που αντίκρισε… Την επομένη πήρε το κάρο του Αλεξάκη και πήγαν να πάρουν το σώμα του Βασίλη, έχοντας μαζί τους ένα κομμάτι χοντρό ύφασμα από αντίσκηνο για να τυλίξουν το σώμα του παιδιού του και να το μεταφέρουν πίσω. Ο πατέρας με δύναμη ψυχής σήκωσε στα χέρια το παιδί του και το εναπόθεσε στο κάρο και κατευθύνθηκε προς το νεκροταφείο του Αγγελοκάστρου, όπου περίμεναν οι υπόλοιποι συγγενείς και χωριανοί.
Φθάνοντας εκεί, στο μικρό ύψωμα όπου βρίσκεται το νεκροταφείο, είχε ανοιχθεί ένας τάφος για να εναποθέσουν τον νεκρό… Όμως τα βάσανα δεν είχαν τελειωμό… Οι Γερμανοί από την περιοχή του Σταθμού είδαν στο διάσελο τους ανθρώπους που ήταν συναθροισμένοι και τότε με το οπλοπολυβόλο άνοιξαν πυρ εναντίον τους. Οι συγγενείς έτρεξαν πανικόβλητοι να προφυλαχθούν και να γλιτώσουν από τις σφαίρες των σκοπευτών και με κίνδυνο της ζωής τους μετέφεραν με κόπο το σώμα του Βασίλη λίγο πιο κάτω στην πλαγιά, όπου άνοιξαν έναν πρόχειρο τάφο για να τον σκεπάσουν με το χώμα της πατρώας γης. Η ταφή ήταν λιτή και σύντομη μιας και δεν είχαν προλάβει να ειδοποιήσουν το παπά του χωριού και όσοι ήταν εκεί έκλαψαν και θρήνησαν για τον άδικο χαμό του 17χρονου παλικαριού.
Η Ζωή θυμάται μια χαρακτηριστική σκηνή με τον αδερφό της Βασίλη όταν ήταν μικρή κατά τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, όταν τα μαλλιά στο κεφάλι της είχαν γεμίσει ψείρες και τις δημιουργούσαν φαγούρα και πληγές… Τότε ο Βασίλης την πήρε στα γόνατά του και με ένα ψαλίδι έκοψε τα όμορφα μαλλιά για να καθαρίσει το κεφάλι της όμως αυτή έκλαιγε απαρηγόρητη γιατί τις έκοψε τις μπούκλες της. Όπως θυμάται η Ζωή, τα επόμενα χρόνια όλα τα παιδιά της οικογένειας μαζί με τους γονείς τους ανέβαιναν πολύ συχνά στο νεκροταφείο για να ανάψουν το καντήλι του αδερφού τους Βασίλη και να κάνουν κάθε χρόνο τρισάγιο για την ανάπαυση της ψυχής του! Αθάνατος!!!
Προσωπική μαρτυρία της Ζωής Καραλή-Τριανταφύλλου, κάτοικος Αγγελοκάστρου. Κείμενο – Έρευνα: Γιώργος Αν. Πανταζόπουλος (kalyvia.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου