Εκείνη η αναμονή, ήταν μαρτύριο εκεί κάτω στην Πλατεία Χατζοπούλου.
Καμιά φορά περνούσε και τις δύο ώρες αν τύχαινε την τελευταία στιγμή να χάσεις το αστικό. Και που τότε λεφτά, μέσα δεκαετίας του '70, στα γυμνασιακά μας χρόνια τα φτωχά.
Έτσι μας έτρωγε το «καθούρι» στην πλατεία, αφού δεν είχαμε και άλλη επιλογή.
Ήτανε και το καφενείο του Θωμόπουλου, που έξω από την πόρτα του εστάθμευε το αστικό, μα τις πιο πολλές φορές ήταν γεμάτο, δεν χώραγες σχεδόν ούτε να μπεις. Και ευτυχώς που δίπλα απ' τον Θωμόπουλο ήτανε το κουρείο του Κουτρουμάνου με την συμβολική ονομασία: "Ο Γιεγιές".
Το μαγαζί με δύο τεράστιους καναπέδες, γινόντανε συχνά το καταφύγιό μας, μιάς και ο ιδιοκτήτης του ο Χρήστος Κουτρουμάνος ήταν καλοπροαίρετο ανθρωπάκι, κι εκτός αυτού, όλων των πατεράδων μας γνωστός.
Ο τελετουργικός αυτός κουρέας, κρατώντας το ψαλίδι του με τέμπο και κροταλίζοντάς το με ιδιαίτερο ρυθμό, αν δεν μιλούσε για πολιτικά, που ήταν της μόδας τότε στην μεταπολίτευση, θα εσιγόψελνε κάνα τροπάριο, με την ζεστή και μπάσα του φωνή.
Κι εμείς στους καναπέδες καθισμένοι, κάποτε-κάποτε κρατούσαμε το ίσο και κάπου-κάπου έτσι για πλάκα ρίχναμε κάνα κυριελέησον μαζί με σταυροκόπημα γερό.
Ωραία χρόνια, ωραίες πλάκες, άλλες εποχές. Είχε ο κυρ-Χρήστος τότε για βοηθό του έναν διάολο, ένα παιδί για όλες τις δουλειές. Έναν μικροφτιαγμένο κακομούτσουνο αλητάκο, που όλοι το'ξεραν με το παρατσούκλι "Σφέρδεκλος".
Απροσδιόριστο από που έβγαινε το παρατσούκλι, όπως απροσδιόριστη ήταν η ηλικία του και τα λοιπά στοιχεία της ταυτότητας. Πληρώνονταν από τα πουρμπουάρ των πελατών, γιατί ο κουρέας εκτός από τις συμβουλές κι από σταυρούς, καντήλια, κολυμπηθρόξυλα και άλλα τέτοια εκκλησιαστικά, δεν του'δινε δεκάρα τσακιστή.
Μια μέρα που τον έστειλε για ξυραφάκια, σαπούνι σκόνη για το ξύρισμα και για κολόνια πέρα στην Πλατεία Στράτου, έπαιξε ο διαβολάκος σταυροκόνι τα λεφτά. Του'φερε τότε ο μπαρμπέρης τη βούρτσα ξεσκονίσματος στο κούτελο και είδε ο Σφέρδεκλος νταλίκα το αστικό.
Έριξε πίσω μαύρη πέτρα ο μικρός και χάθηκε για πάντα απ' την πλατεία.
Προχθές το βράδυ σ' ένα τηλεοπτικό κανάλι, ήτανε κάποιος με μακριά μαλλιά και με γενειάδα άκρως περιποιημένη. Με πουκαμίσα πλουμιστή και με φουλάρι, μιλούσε άνετα για ανεξήγητα φαινόμενα, που ήταν το θέμα που επραγματεύονταν η εκπομπή.
Κάτι μου’ λεγε η φάτσα του, κι έκανα με το τηλέφωνο
προσπάθεια να το διαπιστώσω. Και βέβαια δεν έπεσα έξω! Ναί ήταν ο Σφέρδεκλος, ο σπόρος του κουρείου.
Λες διάολε να του'μεινε από την βούρτσα του κουρείου και βλέπει μια ζωή από τότε εξωγήινους;
Κώστας Μπούτιβας.
Το διήγημα είναι από το βιβλίο με τη συλλογή διηγημάτων "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου