Ήταν κατάλοιπο της παιδικής μου ηλικίας αυτός ο χαρταετός. Τον είχε σπάσει τότε ο μακαρίτης ο πατέρας μου (θεός σχορέστον) όταν τον είχε βρει ανάμεσα στα δέματα με τον καπνό όπου τον έκρυβα, και ξέσπασε σ’ αυτόν, γιατί του πήραν τσάμπα τότε τον καπνό οι αγιογδύτες οι εμπόροι.
Ήταν αυτός ο χαρταετός που χρόνια είχα στο μυαλό μου. Εκείνος που ονειρευόμουνα πως κάποτε θα τον ξανακατασκευάσω. Κι έκανα όνειρα ότι θα πάει απ’ όλους πιο ψηλά, στα πέρατα του ουρανού να φτάσει, εκεί όπου όλοι θα τον ζήλευαν...
Ήταν ο χαρταετός που μέρες στο μυαλό μου φέτος τον σχεδίαζα. Που ώρες ξόδεψα τα σχέδια να βάζω. Το πώς θα βρω το πιο καλό κι ανθεκτικό χαρτί, το πώς θα φτιάξω την περίτεχνη ουρά του, το πώς ο σπάγκος θα τα’ ναι ο πιο γερός, και πως θα μέτραγα τα ζύγια του με κάθε λεπτομέρεια, ώστε να μη βρεθεί στιγμή να γείρει, να κρεμάσει, να χάσει λίγο απ’ τη λάμψη και την περηφάνια του.
Ήταν αυτός ο χαρταετός που όταν τον τελείωσα, τα μάτια μου βουρκώσανε απ’ τις θύμισες.
Ήταν εκείνος ο δικός μου ο παλιός ο χαρταετός, ο πιο όμορφος, με την περίτεχνή του ουρά, πανέτοιμος τα σύννεφα να σκίσει.
Μα, όταν βγήκα έξω για το πέταγμα, είχε ξεσπάσει πια η καταιγίδα, και ο αέρας που ήταν θυελλώδης, έδιωξε πια απ’ την αλάνα όλα τα παιδιά που έντρομα γυρίσανε στα σπίτια τους.
Κι έμεινα μόνο εγώ με τον αετό, άναυδος την τελειότητά του να θαυμάζω. Τότε κατάλαβα πως ήταν πια αργά για να πετάξω εγώ αετό. Ήμουν πολύ μεγάλος πια εγώ για κάτι τέτοιο. Ήταν πολύ αργά να ονειρεύομαι το πέταγμα στα σύννεφα.
Κώστας Καστρινός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου