Αντί χρονογραφήματος. |
Στον ίδιο δρόμο έρχονταν και η νύχτα δυσδιάκριτη στις εξατμίσεις των τροχοφόρων.
Ένα παιδί περνάει μ’ ένα φακό, κι ο μικρός άνεμος που κάθεται σ΄ ένα γεφύρι
γράφει μ΄ ένα μολύβι αριθμούς 837 – 838 -839.
Απ’ την άλλη μεριά πέντε αγρότες
Κουβαλούν το φεγγάρι μισολιπόθυμο,
διώχνοντας ένα σκυλί που ερχόταν πίσω τους.
Οι προβολείς ανεβοκατεβαίνουν στο βουνό
-ένα πεύκο, μια στάνη, μια κοτρόνα
κι οι απεργοί αγρότες κουβεντιάζουν στη γωνία.
-Για πόσο χρόνο λες; -δεν ξέρω,
Ήρθαμε νάρθουμε, όχι για να φύγουμε.
Ο χρόνος τη δουλειά του
και μείς τη δικιά μας.
Μην κλαψουρίζεις λοιπόν,
είναι πολλές σημαίες απλωμένες σ’ όλο το μάκρος του δρόμου απ’ το ‘να τρακτέρ στο άλλο,
και κάτω απ’ τις σημαίες προχωράει η ανέχεια μας.
Γυρίζει μια στιγμή, κοιτάει το δρόμο
σηκώνει το γιακά, και προχωράει.
Όποιος δεν προχωράει λέει πεθαίνει.
Ύστερα οι ζητωκραυγές γύρω απ’ το βαρέλι με τη φωτιά.
Το καραβάνι σταμάτησε, και τα σκυλιά δαγκώνουν,
είπε ένας Κατοχιανός στρίβοντας το τσιγάρο του.
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου