Το χωριό μουσκεμένο απ’ άκρη σ’ άκρη συνήθως τέτοια εποχή, έτοιμο να υποδεχτεί τον άρχοντα, τον καινούργιο χρόνο που ερχότανε. Κι έφτανε το βράδυ πια (αλήθεια βραδιάζει γρηγορότερα τις γιορτές;) η ώρα η δωδέκατη της αλλαγής του χρόνου. Η σόμπα πυρακτωμένη απ’ τα κούτσουρα και η μάνα στο άψε σβήσε έφερνε τη βασιλόπιτα με το φλουρί,- ένα ασημένιο «εικοσόφραγκο» στο ζυμάρι - για τη δοκιμή της τύχης. Έπαιρνε το κουζινομάχαιρο ο πατέρας κι έκοβε τα κομμάτια. Του Χριστού, του σπιτιού...Κι ύστερα κατά ηλικία όλη η οικογένεια. Εκεί να δεις καρδιοχτύπι για το φλουρί. Κι όσο για εκείνη τη βασιλόπιτα, γλυκότερο πράγμα στον κόσμο δεν υπήρχε. Κι ήτανε όλα φιλιωμένα ετούτη τη βραδιά. Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά σου λέει...Κι ύστερα χορτάτα μάτια και καρδιές φέρνανε στο κορμί την ηρεμία του ύπνου. Να βρει ησυχία ο Αϊ Βασίλης να μπει πριν το ξημέρωμα ν’ αφήσει τα δώρα στα παιδιά. Αυτοκίνητα, διαστημόπλοια, ρομπότ, κούκλες, στρατιωτάκια, θα μεταφέρουν αύριο τους πιτσιρικάδες στα ύψη της ευτυχίας, για να διαλυθούν μέσα σε λίγες μέρες εις τα «εξ ων συνετέθησαν».
Σήμερα, τα δώρα εκείνα δεν έχουν καμία σχέση, αφού η τεχνολογία έχει προχωρήσει κατά πολύ. Αντί για πύραυλο, πλέον ο σύγχρονος πιτσιρικάς θέλει i-phone. Αντί για ρομπότ και διαστημόπλοια, βλέπει όσα θέλει στο νέο του τάμπλετ. Και αντί για στρατιωτάκια, μπορεί να παίξει όσο πόλεμο θέλει σε κάποιο ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Βέβαια και τότε τα παιχνίδια ήταν ακριβά και αποτελούσαν μεταφορά της τελευταίας τεχνολογίας στην παραμυθένια χώρα των παιδιών. Υπήρχαν βέβαια και τα πιο πρακτικά δώρα. Ένα πουλοβεράκι, ένα ζευγάρι γαλότσες η «ελβιέλες» μιας και η οικονομική κατάσταση των γονέων της εποχής, δεν επέτρεπε και δώρο και ρούχα μαζί. Μάλιστα, ρουχαλάκια με ωραία χρώματα, και καλόγουστα σχεδιάσματα, ανάλογα με την ηλικία και το φύλο, κατόρθωναν να συνδυάζουν την πρακτική εξυπηρέτηση με την χαρά του δώρου. «Τα Ελληνικά παιχνίδια είναι καλλίτερα απ’ τα ξένα και μάλιστα και πιο φθηνά» έγραφε σε μια βιτρίνα τότε σε μαγαζί του Αγρινίου.
Την άλλη μέρα ανήμερα Πρωτοχρονιάς, η κότα άχνιζε στον «τέντζερη» που χοροπήδαγε πάνω στη σιδερένια πυροστιά, και σ’ όλο το χωριό, τσίκνα, καπνός, κι οσμή από «σουφλιμά», σμίγανε σ’ ένα ανταριασμένο σύννεφο που ανέβαινε πάνω κατά το ψηλαλώνι μεριά.
Κι από την μία άκρη του χωριού ως την άλλη, μόνο ευχές χωρίς διάκριση και δίχως τελειωμό.
- Ευτυχισμένο το νέο έτος γείτονα.
- Ο Θεός να δώκει, υγεία και χαρά στη φαμελιά σου, χρόνια πολλά.
Κώστας Μπούτιβας.