Επετειακό
διήγημα του Καστρινού από μια παλιά αφήγηση.
|
Τούτη δω την ιστορία απ’ το Αλβανικό, του Βλάση του
Βραχωρίτη μου την είπε εδώ και χρόνια ο μπαρπαΜάρκος ο μελανάς, σαν έμαθε την καταγωγή μου
(έρχονταν στην εταιρία κι έφερνε μελάνια γέροντας ογδόντα χρονών, μ’ ένα
φορτηγάκι να βγάλει τα προς το ζην, και του ’βαζα κάνα τσίπουρο να πιεί).
-Σουρούπωμα μας είχε στείλει ο Κόκκιος ο
ανθυπολοχαγός περίπολο ανίχνευσης σ’εκείνη τη χαράδρα. Εμένα, το πατριώτη σου το
Βλάση το Βραχωρίτη όπως τον έλεγαν στο λόχο, γιατί όταν τον ρώταγες από πού είναι
έλεγε όλο καμάρι, «απ’ του Βραχώρ», και κάποιον Αποστόλη από το Λιδορίκι.
Ομίχλη, αντάρα, και καταχνιά. Δεν έβλεπες τη μύτη σου. Πέσαμε πάνω σε ενέδρα
Ιταλική. Βάστα καρδιά μου βάστα. Μας πήραν στο κυνήγι να μας κατακάψουν με τα φλογοβόλα
και τα μιδράλια. Μας έχασαν μες την αντάρα. Βρήκαμε μετά από ώρα ένα
φουρνοκάλυβο δίπλα σ’ ένα μαντρί και λούφαξαμε, για να περάσει η νύχτα και το
κακό. Τι να στα λέω τι νύχτα ήταν αυτή. Που να σε κωλύσει ύπνος. Γαρίδα το
μάτι. Και το κρύο και η υγρασία να σε περονιάζει μέχρι το κόκαλο.
Κι εκεί τον θάμαξα το Βλάση το Πατριώτη σου. Σα να
μην έτρεχε τίποτα έβαλε τη κανοσακούλα με το Αγρινιώτικο το τσεμπέλι και τα φυλλάδια
στη μέση, και είπε καπνίστε όσο θέλετε. Πήγε δίπλα στο μαντρί, μάζεψε κλάρες
και «σβουνιές» και αφού κάλυψε με το αμπέχονο καλά το μοναδικό παράθυρο της καλύβας,
άναψε φωτιά να ζεσταθούμε. Έκατσε παραπέρα, δεν ήθελε ούτε συζήτηση ούτε τίποτα.
Στο τρίτο τσιγάρο σηκώθηκε, πήρε ένα καρβουνιασμένο δαυλί, κι άρχισε να
φτιάχνει στον ασβεστωμένο τοίχο μια ζωγραφιά περίεργη. Ένα δέντρο με ρίζες και
κλωνιά.
-Τι κάνεις αυτού; Του λέει ο Αποστόλης.
- Τίποτα. Τη διαθήκη μου..τ’ αποκρίθηκε και συνέχισε
το έργο του.
-Κάντε εδώθε, είπε σαν τελείωσε να σας ξηγήσω τη
ζουγραφιά. Τούτη εδώ η χοντρή η ρίζα, είναι ο προσπάπος μου, που έπεσε στην
έξοδο του Μεσολογγιού, ο κορμός είναι ο Πατέρας μου που σκοτώθηκε στη
Μικρασιατική καταστροφή, και τα άλλα τα παρακλάδια όλα εμείς τα παιδιά του, τέσσερες
τσούπες και τρία παιδία, και τα τρία τώρα όλα εδώ πάνω στο μέτωπο για τη
Πατρίδα. Πως αλλιώς να τα πω όλα ετούτα να ξεδώσω;
-Πολύ μ’ έθλιψες αδερφέ μου, του είπε ο Αποστόλης
και τον αγκάλιασε.
Με πιασε κι εμένα το παράπονο, με πήραν τα κλάματα.
-Τι κλαίς Μάρκο; Όχι τέτοια πράματα! Το χρέος για τη Πατρίδα
και το λαό πράττουμε. Μου είπε θαρρετά. - Άιντε να κάψουμε άλλο ένα τσιγάρο. Η ζωή
συνεχίζεται. Νόμος. Είμαστε εφτάψυχοι εμείς. Θαρρώ άρχισε να ξημερώνει. Ακούω
σάλο. Θα διασκορπιστούμε για να βρούμε τη διμοιρία. Καλές αντάμωσες. Πέρασε
πρώτος απ’ τη πόρτα ο Βλάσης ο Βραχωρίτης, και χάθηκε στο μισοσκόταδο.
Που τέτοιοι άντρες σήμερα λεβέντη μου. Βάλε μου λίγο
τσίπουρο ακόμα, αυτά θυμάμαι σήμερα μ’ αυτά που βλέπω και με πιάνουν όλοι οι
διαόλοι.
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός.