Πέτρα το χώμα, και ο ιδρώτας βρύση στο κούτελο του Μανούλα. Ο ήλιος έκαιγε και ο γκασμάς όλο και βάραινε στα χέρια του. Καμία σχέση με το μαλακό το δουλεμένο χώμα του νεκροταφείου, που χρόνια το δούλευε για να φυτέψει εκεί εχθρούς και φίλους. Όμως ήταν καλό το μεροκάματο , εκατό ευρώ δεν βγαίνουν εύκολα, αλλά και τα διπλάσια να ζήταγε για τη δουλειά πάλι θα του τα έδινε άνετα ο μπάρμπα Γιώργος.
Είχε κατέβει απ' την Αθήνα , που χρόνια τώρα ζούσε με την κόρη του, για να ξεθάψει -λέει - το κασελάκι με τις λίρες που είχαν αρπάξει απ' το τραίνο με τους Γερμανούς ,τότε στην κατοχή που το ανατινάξανε μαζί με άλλους συγχωριανούς αντάρτες πέρα στα καμάρια. Και όπως φεύγανε τότε -λέει -κυνηγημένοι τις κρύψανε κάτω από μια συκιά κάτω στο σταθμό , εκεί κοντά που ήταν η δεξαμενή που γέμιζε νερό το τραίνο.
Τι θυμήθηκε ο άνθρωπος μετά μισό αιώνα, με το ένα πόδι στο λάκκο; Όμως φαίνεται ότι θα τον έτρωγε για χρόνια τούτο το μαράζι. Όλοι τώρα θυμούνται πως όταν -αραιά και που- κατέβαινε νεότερος στο χωριό, όλο εκεί γυρόφερνε στου τραίνου το σταθμό.
Τώρα όμως χρόνια και ζαμάνια περάσανε. Πέσανε χιόνια και βροχές, ούτε τραίνο έμεινε ούτε γραμμές . Άλλαξε ο τόπος όλος. Πάει και η συκιά, πάει και η δεξαμενή, μπάζα και δέντρα έγιναν ένα. Άντε να βρείς που είναι θαμμένο το κασελάκι με τις λίρες. Τι ψάχνει τώρα ο άνθρωπος;
Βάραγε το γκασμά ο Μανούλας εκεί που του 'λεγε ο μπάρμπα Γιώργος και η ώρα πέρναγε. Είχανε μαζευτεί και οι χασομέρηδες απ` το χωριό που μάθανε το νέο κι έλεγε ο καθένας το κοντό και το μακρύ του.
-Δεν είναι εκεί Μανούλα. Παραπέρα είναι.
-Κάνε τη δουλειά σου άνθρωπέ μου. Εδώ που λέω εγώ, εδώ θα σκάψει, τσαντίζονταν ο μπάρμπα Γιώργος.
-Και τόση ώρα που σκάβει τι έκανε;
-Ρε κάνε τη δουλειά σου και μην ανακατεύεσαι στη δικιά μας ,το καλό που σου θέλω. Τσαμπουκά ο γέρος ! Του φαινότανε, στα νιάτα του θα το `λεγε η περδικούλα του.
-Μα καλά , γίνεται ρε μπάρμπα Γιώργο να θυμάσαι εσύ τώρα στα χρόνια σου που ήσαν οι λίρες; Εμείς τώρα και δεν θυμόμαστε τι φάγαμε χθες, μπήκε στη κουβέντα ένας γκριζομάλλης που φαινόνταν απ` τη φάτσα του μεγάλο μούτρο.
-Και τι έκανες τόσα χρόνια που υπήρχαν και κάποια σημάδια; Τώρα τις θυμήθηκες;
-Να μιλάς για τον εαυτό σου κι άσε τους άλλους. Ξαναφούντωσε ο μπάρμπα Γιώργος.
- Κάλιο αργά παρά ποτέ. Είπε ένας άλλος κοιλαράς με τραγιάσκα.
-Μωρέ θα τις βρούμε και θα μείνετε όλοι κάγκελο, πετάχτηκε ο Μανούλας , αφήνοντας για λίγο το σκάψιμο , θέλοντας να δώσει λίγο θάρρος κι ελπίδα στο συγκαιριακό εργοδότη του.
-Ξεκίνα ένα τρίτο αυλάκι εσύ Μανούλα παράλληλα στ` άλλα , πρόσταξε ο γέρος κι άκου, δυνάμωσε τη φωνή του να τον ακούσουν όλοι, εσύ ....βρούμε δεν βρούμε τίποτα , τα λεφτά σου θα τα πάρεις.
Ρίχτηκε με τα μούτρα στο σκάψιμο ο Μανούλας όταν τα` άκουσε αυτό ξεχνώντας τα πάντα γύρω του, κι όταν ο γκασμάς χτυπούσε κάτι σκληρό η καρδιά του χοροπηδούσε από λαχτάρα. Μα η ελπίδα πάλι διαψεύδονταν.
Η καμιά πέτρα ήταν ή κανένα παλιοσίδερο απ` τα τραίνα. Και τότε τον έπιανε λύσσα. Ανεβοκατέβαινε ο γκασμάς με μανία και ποτάμι ο ιδρώτας στο σώμα του. Ξέχναγε και την πληρωμή, δεν τον ένοιαζε πια ,και το μεροκάματο και την κούραση και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να βρεί έστω και μια λίρα για να τους το βουλώσει. Έστω μια λίρα κι ας ήταν και Αγιοβασιλιάτικη.
-Βάζω στοίχημα, δέκα μέρες να σκάβετε , τούβλα πέτρες και παλιοσίδερα θα ξεθάβετε χαχάνισε ο γκριζομάλλης.
Τα πήρε στο κρανίο ο μπάρμπα Γιώργος, αναψοκοκκίνισε και του `ριξε ένα φιδίσιο βλέμμα.
-Τι βάζεις ορέ; τα` απάντησε.
-Ό,τι θέλεις.
-Χίλια ευρώ. Είσαι;
-Μέσα άμα τα`χεις.
Έβγαλε ο γέρος απ` την τσέπη του ένα μάτσο πενηντάρικα και τα μόστραρε.
-Πήγε...
Κι έτσι περνούσε η ώρα και η ζέστη αγρίευε, και ο ήλιος είχε πάρει την κατηφόρα κατά την Παλιομάνινα κι έδινε κι έπαιρνε το κουτσομπολιό.
Κι ο Μανούλας είχε φτάσει στο έκτο αυλάκι και δεν καταλάβαινε ούτε κούραση ούτε ζέστη. Θα σας δείξω εγώ ρε καθίκια, έλεγε από μέσα του και ξάφνου του κόπηκε η αναπνοή. Κάπου χτύπησε ξύλο.
-Νάτες ούρλιαξε.
Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει τη φράση του γιατί ο μπάρμπα Γιώργος έχει αρπάξει το γκριζομάλλη απ` το γιακά ,που προσπαθούσε να την κάνει στα κρυφά και να την κοπανήσει, και τον έσυρε γκρεμίζοντας και το Μανούλα μαζί στο ανοιγμένο αυλάκι.
-Το στοίχημα ρε πρόστυχε, μούγκρισε ο γέρος.
Πατέρα... ! μυξόκλαιγε η κόρη του.
-Άτιμε ! φώναζε ο γέρος. Δεν θα προλάβεις, θα σε προλάβει ο χάρος.
Πάνω που είχε ανάψει ο καυγάς και είχανε μοιραστεί οι μισοί με το μπάρμπα Γιώργο και οι άλλοι μισοί με το τομάρι το γκριζομάλλη και με τη θυγατέρα να πηγαινοέρχεται ανάμεσά τους και να ουρλιάζει ,νά σου και το περιπολικό απ` το Αιτωλικό ,που από κάποιον είχε ειδοποιηθεί από νωρίς για την παράνομη ανασκαφή.
Γκασμάδες ,τσαπιά ,φτυάρια ,άνθρωποι, όλοι στο εκατό και στη διοίκηση στο Αιτωλικό με το διοικητή να ζητάει απ` το μπάρμπα Γιώργο άδεια εκσκαφής κι αυτός να μαζεύει τις πλάτες.
Ο Μανούλας έπινε με όρεξη το βράδυ το ουζάκι του κάτω στον Αλεξάκη και κέρναγε τα γύρω τραπέζια. Εκατό ευρώ ήταν αυτά, μικρό πράγμα το`χεις στις μέρες μας .
-Στην υγειά σου ορέ Μανούλα. Να`σαι καλά να θάβεις, εσύ θα μας ταχτοποιήσεις όλους αλλά τι διάολο έψαχνες να βρείς; Δεν είχες ακούσει τίποτα εσύ; Πώς την έφτιαξε ο "Μασγάλας" o Αστυνόμος - τότε πριν τη χούντα που μαζεύανε τους αντάρτες και τους ανακρίνανε - την πολυκατοικία στην Αθήνα;
Ήταν η κούραση όλη μέρα, ήταν και το ούζο του Μήτσου που βαράει κατακούτελα, ακόμα ψάχνει ο φουκαράς ο Μανούλας να βρεί ποιός είπε τούτη την κουβέντα να πάει να μάθει περισσότερα.
Μπούτιβας Κώστας - Καστρινός.