Μαρμάρινη πλάκα που βρέθηκε σε περιοχή του Αγγελοκάστρου με ανάγλυφο βυζαντινό αετό. Φωτο Ευθυμ. Πριόβολος. |
ΜΙΑ ΛΑΪΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ.
Οι Τούρκοι αρχίζουν την επίθεση από την πύλη του Αγ. Ρωμανού όπου το τείχος ήταν σχεδόν κατεστραμμένο. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούσθηκαν μετά από μάχη σώμα με σώμα στις οποίες ήταν παρόν ο Ιουστινιάνης. Σ' αυτή τη μάχη τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης με μια σαϊττέα εις τα σαγόνια και έτρεχε το αίμα εισέ όλο του το κορμί και κατέφυγε στο Γαλατά. Κι ως τα μαθε όλα τούτα ο Αυτοκράτορας, επήγε στη μεγάλη εκκλησία, έπεσε και προσκύνησε ζητώντας έλεος από το Θεό κι άφεση αμαρτιών. Αποχαιρέτισε τον Πατριάρχη, όλο τον υπόλοιπο κλήρο, τη ρήγισσα, προσκύνησε σ' όλα τα σημεία κι εβγήκε από το ναό, πίσω εβόησε όλος ο κλήρος κι όλοι όσοι βρέθηκαν τότε εκεί, γυναίκες και παιδιά αμέτρητα τον ξεπροβόδισαν με θρήνους κι αναστεναγμούς, τόσο που έλεγες ότι η μεγάλη εκκλησία εσάλεψε από τον τόπο της, κι εμένα μου φαίνεται ότι ή βουή τους θα έφτασε κείνη τη στιγμή ίσαμε τον ουρανό. Καθώς έβγήκε από την εκκλησία είπε ένα μονό: "Όποιος θέλει να θυσιαστεί για τους ιερούς ναούς και την ορθόδοξη πίστη μας, ας με ακολουθήσει" και καβαλίκεψε το φαρί του κι ετράβηξε για τη Χρυσή Πύλη - εκεί ενόμισε ότι θα βρει τον άπιστο. Τον ακολούθησαν ως τρεις χιλιάδες πολεμιστές. Μπροστά στην πύλη είδαν πάρα πολλούς Τούρκους πού καρτερούσαν να πιάσουν τον Αυτοκράτορα. Τους εσκότωσαν όλους αυτούς. 'Έτσι ο έφτασε ίσαμε την πύλη, μα από τους πολλούς σκοτωμένους δεν ημπορούσε να προχωρήσει άλλο και πάλι βρέθηκαν μπροστά του άλλοι Τούρκοι κι έπολέμησαν και μ' αυτούς ως το θάνατο. Εκεί έπεσε ο ευσεβής Βασιλέας Κωνσταντίνος υπέρ των ιερών ναών και της ορθοδοξίας, μήνας Μάιος, την 29η μέρα, αφού εσκότωσε με το χέρι του, όπως έλεγαν όσοι έμειναν ζωντανοί, πάνω από 600 Τούρκους, κι έτσι αλήθεψε ο χρησμός: "Με Κωνσταντίνο έγινε και πάλι με Κωνσταντίνο θ' αποθάνει". Γιατί οι αμαρτίες έρχεται ή ώρα και κρίνονται από το θεό, και καθώς λέγεται, οι κακουργίες κι οι ανομίες καταλύουν τους θρόνους των ισχυρών.
Με αφορμή αυτές τις τελευταίες λέξεις: τις «κακουργίες» και τις «ανομίες» των ισχυρών, του λαϊκού αφηγητή έγραψα σαν βρέθηκα εκεί στη "Βασιλεύουσα" πριν από πέντε χρόνια, και το παρακάτω ποίημα.
Η ΣΚΛΑΒΑ ΠΟΛΗ.
Πάνω από το Βόσπορο η σκλάβα η πόλη κλαίει
κι ο βαθυγάλαζος πορθμός γυρίζει και της λέει.
Πες μου κυρά κι Αρχόντισσα ραγίζεις τη καρδιά μου.
Γιατί ποτίζεις δάκρυα τα ήρεμα νερά μου;
Πες μου τι θέλεις τι ζητάς να πάω να στο φέρω
στα όμορφα τα πόδια σου θυσία να προσφέρω.
Να φέρω απ’ την Ανατολή τα ξακουστά χαλιά της
τα πορφυρά τ’ ατίμητα και τα μεταξωτά της;
Απ’ τη φραγκιά χρυσαφικά και πλουμιστά φκιασίδια
η μήπως θες ασημικά πετράδια και στολίδια;
Πες μου γιατί μαραίνεσαι πανέμορφη κυρά μου
γιατί πνίγουν τα δάκρυα τα κρύα τα νερά μου;
Κι εκείνη του απάντησε με πόνο και λαχτάρα:
Τράβα να πεις στους Έλληνες αφήνω μια κατάρα.
Ποτέ μην ξαναδιχαστούν, να είναι μονιασμένοι
και πως η μάνα τους εδώ τη λευτεριά προσμένει.
Κώστας Μπούτιβας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου