Η παντόφλα σφύριξε σαν πύραυλος πάνω από το κεφάλι μου κι ίσα που πρόλαβα κι έσκυψα να οχυρωθώ πίσω απ’ τη πλάτη του καναπέ προσπαθώντας να ηρεμίσω τον εξαγριωμένο εχθρό. Ο πόλεμος είχε ανάψει για τα καλά. Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός πρόλαβα να ψελλίσω.
- Δεν σου είπα να μην ξαναβάλεις ειδήσεις!
- Να ενημερωθούμε ρε Δώρα, να ξέρουμε τι μας γίνεται.
- Και να μου μαυρίσει εμένα πάλι η καρδιά μου. Να μπεις στο Ιντερνέτ σου να ενημερωθείς, αλλά εκεί άλλα κοιτάς.
-Δε μπορώ. Εκεί λέει ο ένας το κοντό του και το μακρύ του και μου ανεβαίνει η πίεση.
- Να πας δίπλα να κλειστείς στο άλλο το δωμάτιο.
- Να πάθω τίποτα να πάω σα το σκυλί στ’ αμπέλι. Ξέρω αυτό θέλεις. Πέρασα στην αντεπίθεση.
- Και είπες να ξεκάνεις εμένα ύπουλο φίδι.
- Να ξέρουμε τι έρχεται και τι μας περιμένει ρε άνθρωπε.
- Τόσο καιρό δεν βλέπεις τι έρχεται; Μα που να ιδείς, σ’ αφήνει το τσίπουρο;
- Τα πράγματα γυναίκα αλλάζουν κάθε μέρα. Το είπε πάλι χθες ο λοιμωξιολόγος.
- Προς το χειρότερο βλάκα ε! βλάκα . Θεέ μου παντρεύτηκα ένα πανηλίθιο. Χαράμισα τα νιάτα μου δίπλα σ έναν χαζό. Το έλεγε η μάννα μου να μη σε πάρω.
-Αϊ στο διάολο κι εσύ και η μάνα σου η Συριζαία.
Στα πολεμοφόδια τώρα προστέθηκαν και μπρίκια, κατσαρόλια και έτερα κουζινικά. Προ του επερχόμενου κινδύνου έλαβα μέτρα δραστικά. Πήρα τηλέφωνο το Μανώλη και το Γιάννη που ήταν για ψάρεμα στο Λουτράκι, και τους είπα αδέρφια έρχομαι. Κι εκεί που το βραδάκι μετά το ψάρεμα τα κουτσοπίναμε, έκανα το μεγάλο αμάρτημα.
-Ν ανοίξουμε ρε παιδιά τη τηλεόραση, να δούμε τι θα πει ο Τσιόδρας;
- Παράτα μας ρε Καστρινέ μη μας μαυρίζεις την καρδιά.
- Να μην γνωρίζουμε το αύριο ρε αδέρφια;
- Να σου το πούμε εμείς το αύριο:
- Ν’ ακούσω.
- Τα ίδια με σήμερα. Έχουν βαλθεί να μας ξεκάνουν για να γλυτώσουνε τη σύνταξη, και χρησιμοποιούνε και την τηλεόραση τώρα.
- Τι λέτε ρε παιδιά; Κι εσείς τα ίδια.
- Το μεσημέρι πριν έρθεις, ήρθε στο Λόλο και πήρε συνταξιούχο που έβλεπε ειδήσεις το ΕΚΑΒ .
– Και να μη μάθουμε τι μέτρα πήρε σήμερα η κυβέρνηση, Τι θα πούνε για την οικονομία οι υπουργοί;
- Ά εσύ είσαι απ’ άλλο ιό άρρωστος.
- Να ξέρω θέλω ρε παιδιά τι γίνεται σ’ αυτή τη χώρα.
- Που ήσουνα εσύ αγόρι μου; Ποια χώρα ρε χαμένε, η χαμένη; Δεν είδες στη παραλία στο Λουτράκι όταν ερχόσουνα που ήτανε όλοι αραδιασμένοι και λιαζόντανε;
«Μειοψηφία όμως είναι » ήταν αυτό που ήθελα να πω. Δεν πρόλαβα όμως, ξεκίνησε κι εδώ ο «εμφύλιος Ιοσπαραγμός» και δέχτηκα μια πλαστική λεκάνη από παραγάδι στο κεφάλι.
Μπούτιβας Κώστας. (Καστρινός)