Μόλις ξημέρωνε τις Καθαροδευτέρες της παιδικής μας ηλικίας, κάτω στο χωριό, βγαίναμε από νωρίς στον κεντρικό δρόμο και στα σοκάκια τού χωριού. Στη καπακωμένη από αθωότητα ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ’60 και τού ’70, οι Καθαροδευτέρες ήτανε μέρες ξεσαλώματος.
Και καθώς περνούσαμε τα χωμάτινα τότε σοκάκια, πόρτες άνοιγαν και πεταγόντουσαν έξω άνδρες και γυναίκες με μουτζουρωμένα πρόσωπα. Όχι ζωγραφισμένα με χρώμα, αλλά μουτζουρωμένα με «κάμελ» παπουτσιών και φούμο.
Από νωρίς το πρωί υπήρχε ένας αλλόκοτος ηλεκτρισμός. Άνδρες και γυναίκες έχαναν την επαρχιώτικη ηρεμία τους και αντιδρούσαν σαν αλαφιασμένοι. Οι ανοικτές πόρτες και τα νωρίς - νωρίς στρωμένα τραπέζια, ειδικά αυτή τη μέρα δεν ήταν αποδείξεις φιλοξενίας αλλά σταθμοί για μια γενικευμένη έκρηξη με απρόσμενη κατάληξη. Δεν ήταν πανηγύρι, διότι στο πανηγύρι όλο το χωριό μαζεύονταν σ’ ένα σημείο και διασκέδαζε ως σώμα. Την Καθαροδευτέρα εξουσία είχαν οι αυτόνομες παρέες που περιφέρονταν τίγκα στο κρασί και το ούζο, μπαινόβγαιναν σε σπίτια και καφενεία, αναμειγνύονταν με άλλες και ξανασχηματίζονταν με διαφορετική κάθε φορά σύνθεση.
Μουτζουρωμένοι άνδρες με κατακόκκινα μάτια απ’ το πιοτί, έβγαιναν από πόρτες και αυλές σκουντουφλώντας, βρίζοντας και τραγουδώντας, για να πάνε παρακάτω. Νωρίς το μεσημέρι, το βλέμμα τους ήταν βλέμμα τρελού που απελευθερώθηκε απ’ τα δεσμά του, και αμολήθηκε στο ξέφρενο γλέντι. Τα παιδικά μας μάτια, βρίσκονταν μπροστά σε μια βιτρίνα έκρηξης πάθους και απελευθέρωσης, που στις μέρες μας έχει εξαφανιστεί καθώς όλα εκτίθενται φόρα-παρτίδα πια ως εμπόρευμα. Υπήρχε λοιπόν τέτοιου είδους λαγνεία, η οποία μάλιστα εκρήγνυνταν την πρώτη μέρα της μεγάλης σαρακοστής, τότε που υποτίθεται ότι αρχίζει η κάθαρση τού σώματος και της ψυχής.
Μήπως θαρρείτε πως οι μικρές κοινωνίες δεν φρόντιζαν ν’ αφήνουν μια βαλβίδα ασφαλείας στον διάβολο που κρύβει ο κάθε άνθρωπος μέσα του, για να ξεπετάγεται μια στο τόσο και να καταλαγιάζει όλο τον υπόλοιπο καιρό;
Και Πώς να ξεχάσω τον Γιάννη Μπούζα να ’ναι καλά. Που ερχόντανε στη βάβω Κώσταινα και του βάζε μια πάντα πλουμιστή από τον τοίχο, πετραχήλι, τού φτιαχνε κι ένα θυμιατό από τενεκεδάκι γάλα εβαπορέ, του κόλαγε και γένια από τραγόμαλλο, και τον μασκάρευε έναν τέλειο Αρχιεπίσκοπο. Τον μακαρίτη τον Πάνο Ζαλοκώστα ντυμένο αστυνόμο, να κυνηγάει τον Κώστα τον Πετράκη που έκανε τον κλέφτη, κι έτρεχε πάντα να κρυφτεί πίσω απ’ τις γυναικείες συντροφιές που τρομοκρατημένες διαλυόντανε. Η την μεγάλη ομάδα του μπάρμπα Χρήστου και του Στέλιου Κασιδιάρη που έκανε πάντα τον γυναικολόγο τον γιατρό, με Πάνο Λώλο (Βασιλακόπουλο) κι όλους τους άνδρες απ’ την επάνω εκείνη γειτονιά Ψηλαλωνιού.
Aυτά τα ολίγα για εκείνες τις αξέχαστες χρυσές εποχές. Άιντε εις υγείαν και καλή - έστω και βροχερή για φέτος - Καθαροδευτέρα!
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου