Καστρινού ενθυμήματα.
|
Εκείνα τα χρόνια τα παλιότερα, που κάθε οικογένεια στο
χωριό αποτελούνταν από άτομα πολλά, η ποσότητα των ρούχων που μαζεύονταν για
μπουγάδα, ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα. Και που να τα πλύνεις; Τρεχούμενο νερό στα
σπίτια του χωριού δεν υπήρχε. Το κάθε χωριό τότε υδρεύονταν από διάσπαρτες στις
γειτονιές κεντρικές δημόσιες βρύσες. Έπρεπε λοιπόν να πλυθεί η ποσότητα αυτή
των ρούχων, όπου μπορούσε πιο εύκολα. Και η λύση, τέτοια εποχή που τελείωναν
και οι πολλές αγροτικές δουλειές, και ο καπνός κρέμονταν πια σε «βαντάκια» στα
κατώγια των σπιτιών, ήταν το ποτάμι κάτω στο Σταθμό. Ο Δίμικος.
Εκεί μετέφεραν τα
ρούχα με τα ζώα τότε οι νοικοκυρές, άναβαν εκεί στην όχθη του φωτιά για να
ζεστάνουν στο καζάνι μια ποσότητα νερού, αρκετή για να ολοκληρώσουνε την πλύση.
Για απορρυπαντικό υπήρχε μόνο το σαπούνι - που το προμηθεύονταν σε πράσινες
πλάκες από το Αιτωλικό που ήταν ο «Άστιγκας» το μόνο εργοστάσιο τότε σαπουνιού
στο τόπο μας – και η «αλισίβα», (στάχτη από φωτιά αραιωμένη με νερό) για το
μαλάκωμα των ρούχων.
Αφού τελείωναν την μπουγάδα και το ξέπλυμα, τα ελαφριά ρούχα τα κρεμάγανε, για να στεγνώσουν στις καλαμιές της ακροποταμιάς, ενώ τα βαριά (βελέντζες, φλοκάτες, κ.α.), τα χτυπάγανε με τον κόπανο, (ένα χοντρό ξύλο πλατύ απ’ τη μια άκρη του), για να φύγει μεγάλη ποσότητα νερού, μιας και μετά το πλύσιμο αυτά ήταν ασήκωτα, και μετά τα απλώνανε πάνω στις πέτρες και στα γύρω δέντρα για να στεγνώσουν. Μάλιστα για να μην χάνεται ο χρόνος μέχρι να στεγνώσουν τα ρούχα έκαναν και διάφορες άλλες δουλειές. Όπως παραδείγματος χάρη, έπαιρναν μαζί τους τις «κατσίκες» και τις βόσκαγαν στο καταπράσινο φουντωτό χορτάρι της όχθης.
Κι όταν το απόβραδο έπαιρνε ο ήλιος να πέσει πίσω απ’ το Ξηρόμερο, και τελείωνε και η διαδικασία του στεγνώματος, έπρεπε τώρα να τα μεταφέρουνε στο σπίτι στο χωριό. Σ’ αυτό το τελευταίο, επίσης δύσκολο κομμάτι, βοηθούσανε οι άντρες κι εμείς τα παιδιά, με τον κύριο βέβαια πάντα ρόλο να έχουν τα άλογα, και τα γαϊδούρια. Μπούτιβας Κώστας - Καστρινός.
Αφού τελείωναν την μπουγάδα και το ξέπλυμα, τα ελαφριά ρούχα τα κρεμάγανε, για να στεγνώσουν στις καλαμιές της ακροποταμιάς, ενώ τα βαριά (βελέντζες, φλοκάτες, κ.α.), τα χτυπάγανε με τον κόπανο, (ένα χοντρό ξύλο πλατύ απ’ τη μια άκρη του), για να φύγει μεγάλη ποσότητα νερού, μιας και μετά το πλύσιμο αυτά ήταν ασήκωτα, και μετά τα απλώνανε πάνω στις πέτρες και στα γύρω δέντρα για να στεγνώσουν. Μάλιστα για να μην χάνεται ο χρόνος μέχρι να στεγνώσουν τα ρούχα έκαναν και διάφορες άλλες δουλειές. Όπως παραδείγματος χάρη, έπαιρναν μαζί τους τις «κατσίκες» και τις βόσκαγαν στο καταπράσινο φουντωτό χορτάρι της όχθης.
Κι όταν το απόβραδο έπαιρνε ο ήλιος να πέσει πίσω απ’ το Ξηρόμερο, και τελείωνε και η διαδικασία του στεγνώματος, έπρεπε τώρα να τα μεταφέρουνε στο σπίτι στο χωριό. Σ’ αυτό το τελευταίο, επίσης δύσκολο κομμάτι, βοηθούσανε οι άντρες κι εμείς τα παιδιά, με τον κύριο βέβαια πάντα ρόλο να έχουν τα άλογα, και τα γαϊδούρια. Μπούτιβας Κώστας - Καστρινός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου