Το χρονογράφημα του Σαββάτου.
Έκλεισα ολόκληρα τριανταπέντε χρόνια εργάσιμα, μάζεψα κουτσά στραβά τα δέκα χιλιάδες πεντακόσια ένα ένσημα, βαριά κι ασήκωτα και ανθυγιεινά και καλοπληρωμένα, και μπήκα στο περίμενε να πάρω μια σύνταξη ικανοποιητική. Μάλιστα άρχισα κι έκανα και όνειρα. Θ’ αράξω κάτω στο χωριό, και από εκεί θα εξορμάω για τα ταξίδια που στερήθηκα μαζί με την συμβία μου. Το μεγαλύτερο όμως όνειρο ήτανε να βοηθήσω πρώτα τα παιδιά, για να σταθούνε στα ποδάρια τους με θάρρος και αξιοπρέπεια.
- Εσύ θα πάρεις τη μισή την σύνταξη! Έλεγα στη κόρη μου να παίρνει δύναμη, σαν πήρε το πτυχίο κι έψαχνε απεγνωσμένα για δουλειά.
Και στον γιό έταζα ολόκληρη την επικουρική. Με «Επικούρεια» δε γαλήνη αντιμετώπιζα τις προστριβές τους, που ήθελαν να πάρει τη μισή κανονική ο γιός και η κόρη την επικουρική.
Ήρθαν όμως οι κυβερνήσεις του μνημονίου, πρώτα του Γιώργου του προφέσορα του αρχιληστή, κι έπειτα του ΑντωνοΒενιζέλου και έλυσαν μιας και καλής αυτό το πρόβλημα. Έκοψαν την κύρια σύνταξη στο μισό και καταργήσανε τελείως την επικουρική!
Και είμαι τώρα να με κλαίνε οι ρέγγες. Ούτε τη σύνταξη τη βγάλανε ακόμα, για να δημιουργήσουνε για φέτος το περιβόητο πρωτόγεννες πλεόνασμα, και δουλεύω ακόμα σα σκυλί, κι ενώ δούλευα μια ζωή για να απολαμβάνουν οι προηγούμενες γενιές μια αξιοπρεπή σύνταξη τώρα δεν υπάρχει κανείς να δουλέψει για να πάρω κι εγώ την δική μου. Βλέπεις τώρα δεν υπάρχουνε δουλειές. Ακόμα και οι δημόσιοι υπάλληλοι που νόμιζαν ότι είχαν δεμένο τον γάϊδαρό τους, έμειναν οσονούπω τώρα κι αυτοί με το σαμάρι.
Που να τον πεις λοιπόν τον πόνο σου και ποιος να τον ακούσει, αφού ο καθένας έχει το δικό του βάσανο. Το καφενείο με το μαχαίρι κομμένο. Και να μπορούσες, αντέχεις να βλέπεις το φίλο σου τον καφετζή να κλαίγεται πίσω από τον πάγκο σε ένα μαγαζί χωρίς πελάτες;
Πάω λοιπόν τώρα τελευταία κι εγώ στην πλατεία, όπου μόλις σκάσει λίγο μύτη ο ήλιος μαζεύονται όλοι οι γέροι της περιοχής κι αρχίζουν το σκούξιμο σαν το χορό αρχαίας τραγωδίας.
-Αλί κι αλίμονό μας, τι πάθαμε οι έρμ.
-Οϊμέ τι θ’ απογίνουμε, χωρίς τα βασικά.
Πέρασε όμως ένας απ’ το Δήμο και μας συνέστησε να πάμε στα ΚΑΠΗ να κλάψουμε, που είναι πολλοί εκεί και κλαίνε όλοι μαζί, γιατί εδώ αμαυρώνουμε της πόλης την εικόνα!
Αλλά και στα ΚΑΠΗ μας έδιωξαν, αφού η καθαρίστρια κουράστηκε να ακούει συνέχεια κλάματα και παράπονα. Είχε αρκετά απ’ αυτά στο σπίτι της μας είπε.
Τώρα παίρνω «παραταρία» τους δρόμους και τα στενά μονολογώντας.
-Ποιος βλάκας είπε ότι «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν». Μαγείρευα μια ζωή και να τα χάλια μου..
Κι εκεί σε ένα δρόμο χθες το βράδυ ήτανε που συνάντησα μπροστά μου το τρόλεϊ μ’ αυτή τη νέα μόδα, που γράφουνε επάνω στίχους του Καβάφη.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια. Έγραφε επάνω.
Πήρα ανάποδες, δεν άντεξα. Εσείς τα παίρνατε είπα μέσα μου κουφάλες, να μη χαρώ εγώ ποτέ τα χρόνια. Έσκυψα, πήρα μια πέτρα και την εξεκσφενδόνισα με δύναμη στο τρόλεϊ με το στίχο. Με ψάχνει τώρα λέει ο οδηγός κι ο οργανισμός, να τους πληρώσω τη ζημιά που τους προξένησα.
Θα τα πάρουνε κι αυτοί απ’ τη παχυλή τη σύνταξη, όταν και όποτε την πάρω.
Μπούτιβας Κώστας - Καστρινός.