Το χρονογράφημα του Σαββάτου.
-Να μπει ο διάολος μέσα σου πρόστυχο πράγμα. Ο Μανώλης ξεκαρδίστηκε στα γέλια βλέποντας το νερό να τρέχει απ' τη μούρη μου. Ήταν ένα καλαμάρι γύρω στους τριάντα πόντους που καθώς το τράβηξα στη βάρκα για πρώτη φορά στη ζωή μου με τη χοντρή πετονιά με έφτυσε με ένα απαίσιο και υποτιμητικό παφλασμό. Γέμισε η βάρκα νερό και μελάνι. Τι δουλειά είχα εγώ ένας καμπίσιος που το μόνο που ήξερα για ψάρεμα, ήταν οι «τσιρούκλες» μ' ένα ξεροκάλαμο στ’ Αγγελόκαστρο κάτω στο Δίμηκο, και οι πεζόβολοι που έβλεπα στη γέφυρα στο σταθμό απ΄ τους άριστα εκπαιδευμένους πεζοβολάδες που ψάρευαν κεφαλόπουλα.
Είναι η ζωή όμως ένας μεγάλος πεζόβολος, που ανοίγει σε κλείνει μέσα του και σε τραβάει όπου αυτή θέλει. Έτσι βρέθηκα σ' ένα βραχώδη ψαρότοπο εκεί στον Κορινθιακό, Αυγουστιάτικο μεταμεσονύχτι να ψαρεύω λέει καλαμάρια.
--Τι κάθεστε ορέ κι αγναντεύετε απ'το γιαλό τα ψάρια που πηδάνε; Βγέστε νύχτα να ξεπατώσετε τα καλαμάρια ψαράδες του γλυκού νερού. Είπε φιλοξενούμενος, δεινός ψαράς με οικογενειακές παλιές καταβολές στο ψάρεμα και μαζί με κάτι μισόλογα που ακούγαμε κατά καιρούς για καλαμάρια στου Λώλου την γωνιακή ταβέρνα, ήτανε το ξεκίνημα. Η αρμάδα των τεσσάρων πλεουμένων ξεκίνησε την πρώτη αποτυχημένη φορά με τυμπανοκρουσίες κι αλαλαγμούς. Βαρκαρόλα κανονική με φώτα πανηγυρισμούς και εορταστικό σκηνικό, λες ήτανε αναπαράσταση αρχαίας ναυμαχίας. Σε καμιά δυό ώρες που που γυρίζαμε πίσω λόγω τρικυμιώδους καταστάσεως - είχε λυσσάξει αυτό το βράδυ ο Ποσειδώνας - οι καπετάνιοι ξερνοβόλαγαν, κι εγώ ο στεριανός, που είχα συνηθίσει από κούνημα απ' το γαϊδούρι παλιά κάτω στο Αγγελόκαστρο, νηφάλιος πια τους συνιστούσα ψυχραιμία. Την άλλη μέρα όμως, σαν καταλάγιασε ο αέρας το σουρούπωμα, με τάξη ξεκινήσαμε για δεύτερη απόπειρα με πιο μεγάλη πειθαρχία ετούτη τη φορά. Μια απερίγραπτη πρωτόγνωρη σπουδαία εμπειρία. Έριχνες το φονικό μικρό εκείνο εργαλείο την καλαμαριέρα, μ' ένα ψαράκι επάνω της, δεμένη με μια πετονιά από τη βάρκα, και η πλαστική λεκάνη, χαιρόντανε τον σπαραγμό διαφόρων μεγεθών καλαμαριών. Κι ένοιωθες τροπαιούχος το πρωί που οι γυναίκες τα καθάριζαν στο μόλο.
--Τι κάθεστε ορέ κι αγναντεύετε απ'το γιαλό τα ψάρια που πηδάνε; Βγέστε νύχτα να ξεπατώσετε τα καλαμάρια ψαράδες του γλυκού νερού. Είπε φιλοξενούμενος, δεινός ψαράς με οικογενειακές παλιές καταβολές στο ψάρεμα και μαζί με κάτι μισόλογα που ακούγαμε κατά καιρούς για καλαμάρια στου Λώλου την γωνιακή ταβέρνα, ήτανε το ξεκίνημα. Η αρμάδα των τεσσάρων πλεουμένων ξεκίνησε την πρώτη αποτυχημένη φορά με τυμπανοκρουσίες κι αλαλαγμούς. Βαρκαρόλα κανονική με φώτα πανηγυρισμούς και εορταστικό σκηνικό, λες ήτανε αναπαράσταση αρχαίας ναυμαχίας. Σε καμιά δυό ώρες που που γυρίζαμε πίσω λόγω τρικυμιώδους καταστάσεως - είχε λυσσάξει αυτό το βράδυ ο Ποσειδώνας - οι καπετάνιοι ξερνοβόλαγαν, κι εγώ ο στεριανός, που είχα συνηθίσει από κούνημα απ' το γαϊδούρι παλιά κάτω στο Αγγελόκαστρο, νηφάλιος πια τους συνιστούσα ψυχραιμία. Την άλλη μέρα όμως, σαν καταλάγιασε ο αέρας το σουρούπωμα, με τάξη ξεκινήσαμε για δεύτερη απόπειρα με πιο μεγάλη πειθαρχία ετούτη τη φορά. Μια απερίγραπτη πρωτόγνωρη σπουδαία εμπειρία. Έριχνες το φονικό μικρό εκείνο εργαλείο την καλαμαριέρα, μ' ένα ψαράκι επάνω της, δεμένη με μια πετονιά από τη βάρκα, και η πλαστική λεκάνη, χαιρόντανε τον σπαραγμό διαφόρων μεγεθών καλαμαριών. Κι ένοιωθες τροπαιούχος το πρωί που οι γυναίκες τα καθάριζαν στο μόλο.
Εν μέσω κρίσης καλοδεχούμενες πρωτόγνωρες καλοκαιριάτικες νεοφερμένες εμπειρίες.
Καστρινός.
Καστρινός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου