Σήμερα κάτι για μένα ήθελα να πω.
Γουστάρω τούτον εδώ τον τόπο μου. Ζω σε μια από τις πιο ωραίες χώρες του κόσμου, και πορεύομαι σε μια από τις χειρότερες πόλεις του κόσμου. Αλλά είναι η χώρα μου, κι είναι η πόλη μου. Και τις γουστάρω και τις αγαπάω και τις δυό.
Και γουστάρω τους Έλληνες. Όχι τους Ελληναράδες, τους Έλληνες. Αυτούς που στα δύσκολα λένε "δε βαριέσαι", κι εννοούνε ότι θα περάσει κι αυτό όπως και τόσα άλλα, αυτούς που γελάνε με τη φτώχεια τους, και εύχονται να ψοφήσει η γίδα του γείτονα, αλλά άμα ψοφήσει, θα τρέξουνε να του σταθούνε, και να του τσοντάρουνε κιόλας, και να κεράσουν κι ένα τσίπουρο να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Δεν πάω με τίποτα τον πρόστυχο Ελληναρά που πούλησε το χωράφι του παππού να πάρει 4Χ4. Τον Ελληναρά του βολέματος και του "τι κάνει το κράτος". Δεν πάω τον Ελληναρά, που βρίσκει όλους τους άλλους Έλληνες ζώα, και τη χώρα μπουρδέλο, κι οι ξένοι ξέρουν και μείς είμαστε άχρηστοι. Αυτός να πάει έξω, που «είναι άνθρωποι κι έχουνε κράτη», και να κάτσει εκεί, και να κάνει με αυτούς παρέα. Εμένα με νοιάζει τι κάνουμε άδω. Και θέλω ο τόπος μου να ’χει ξανά ανθρώπους, από κείνους που ’χε, κι όχι ζώα. Κι οι πόλεις του να ξαναφτιάξουν γειτονιές, κι όχι παράθυρα με κάγκελα λες κι είναι οι φυλακές Αυλώνας. Αλλά έτσι πάει. Για να αλώσεις ένα τόπο, πρώτα καταστρέφεις τους κατοίκους του. Με οποιοδήποτε μέσο.
Βαρέθηκα μια ζωή: ο κομμουνιστής, κι ο εθνικιστής, κι ο φασίστας, κι ο ευρωπαϊστής... και τις ταμπέλες και ετικέτες πάντα και παντού, και την πραγματική ουσία πουθενά.
Θέλω ο τόπος μου να κατοικείται από κείνους τους έξω καρδιά ανθρώπους, που τρώνε όλοι μαζί από ένα πιάτο, και τσουγκρίζουν τα ποτήρια για να ξορκίσουν το κακό, έτσι όπως το κάνουν για να γιορτάσουν το καλό. Δε θέλω τα παιδιά μου κουρδισμένα Γερμανάκια, ούτε Πακιστανάκια μοιρολατρικά . Θέλω εκείνους τους ανθρώπους που ’βαζαν κάτω το κεφάλι και δουλεύανε για το δικό τους αύριο, θέλω εκείνους τους ανθρώπους που σήκωναν το κεφάλι χωρίς να αναλογιστούνε το μέγεθος της απειλής, θέλω αυτούς που όταν κινδύνευε ο τόπος τους, γινόντουσαν γροθιά και σύντριβαν κάθε εμπόδιο. Κι αν πρέπει να γυρίσω στη δεκαετία του 50 για να τους βρω, ας γυρίσω. Θέλω να λέω ότι είμαι Έλληνας, και να μην ντρέπομαι, - όχι πως ντράπηκα ποτέ. - Να μη χρωστάω σε κανένα, κι ας έχω να φάω μονάχα ένα ξεροκόμματο μ’ ελιές και μια ντομάτα, και να τα φάω με παρέα και με τσιπούρα και να χορτάσω. Θέλω να χω το κεφάλι μου ψηλά κατά κει που βγαίνει πάντα ο ήλιος πάνω απ’ τον Παντοκράτορα σ’ αυτόν εδώ τον τόπο.
Κι αν όλα τούτα με κάνουνε εθνικολάτρη, Ε! τότε είμαι… και στα τέτοια μου. Καλύτερα απομονωμένος στη γωνιά μου, παρά απομονωμένος μέσα στη πρόστυχη, άθλια παγκοσμιοποίησή τους.
Γουστάρω τούτον εδώ τον τόπο μου. Ζω σε μια από τις πιο ωραίες χώρες του κόσμου, και πορεύομαι σε μια από τις χειρότερες πόλεις του κόσμου. Αλλά είναι η χώρα μου, κι είναι η πόλη μου. Και τις γουστάρω και τις αγαπάω και τις δυό.
Και γουστάρω τους Έλληνες. Όχι τους Ελληναράδες, τους Έλληνες. Αυτούς που στα δύσκολα λένε "δε βαριέσαι", κι εννοούνε ότι θα περάσει κι αυτό όπως και τόσα άλλα, αυτούς που γελάνε με τη φτώχεια τους, και εύχονται να ψοφήσει η γίδα του γείτονα, αλλά άμα ψοφήσει, θα τρέξουνε να του σταθούνε, και να του τσοντάρουνε κιόλας, και να κεράσουν κι ένα τσίπουρο να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Δεν πάω με τίποτα τον πρόστυχο Ελληναρά που πούλησε το χωράφι του παππού να πάρει 4Χ4. Τον Ελληναρά του βολέματος και του "τι κάνει το κράτος". Δεν πάω τον Ελληναρά, που βρίσκει όλους τους άλλους Έλληνες ζώα, και τη χώρα μπουρδέλο, κι οι ξένοι ξέρουν και μείς είμαστε άχρηστοι. Αυτός να πάει έξω, που «είναι άνθρωποι κι έχουνε κράτη», και να κάτσει εκεί, και να κάνει με αυτούς παρέα. Εμένα με νοιάζει τι κάνουμε άδω. Και θέλω ο τόπος μου να ’χει ξανά ανθρώπους, από κείνους που ’χε, κι όχι ζώα. Κι οι πόλεις του να ξαναφτιάξουν γειτονιές, κι όχι παράθυρα με κάγκελα λες κι είναι οι φυλακές Αυλώνας. Αλλά έτσι πάει. Για να αλώσεις ένα τόπο, πρώτα καταστρέφεις τους κατοίκους του. Με οποιοδήποτε μέσο.
Βαρέθηκα μια ζωή: ο κομμουνιστής, κι ο εθνικιστής, κι ο φασίστας, κι ο ευρωπαϊστής... και τις ταμπέλες και ετικέτες πάντα και παντού, και την πραγματική ουσία πουθενά.
Θέλω ο τόπος μου να κατοικείται από κείνους τους έξω καρδιά ανθρώπους, που τρώνε όλοι μαζί από ένα πιάτο, και τσουγκρίζουν τα ποτήρια για να ξορκίσουν το κακό, έτσι όπως το κάνουν για να γιορτάσουν το καλό. Δε θέλω τα παιδιά μου κουρδισμένα Γερμανάκια, ούτε Πακιστανάκια μοιρολατρικά . Θέλω εκείνους τους ανθρώπους που ’βαζαν κάτω το κεφάλι και δουλεύανε για το δικό τους αύριο, θέλω εκείνους τους ανθρώπους που σήκωναν το κεφάλι χωρίς να αναλογιστούνε το μέγεθος της απειλής, θέλω αυτούς που όταν κινδύνευε ο τόπος τους, γινόντουσαν γροθιά και σύντριβαν κάθε εμπόδιο. Κι αν πρέπει να γυρίσω στη δεκαετία του 50 για να τους βρω, ας γυρίσω. Θέλω να λέω ότι είμαι Έλληνας, και να μην ντρέπομαι, - όχι πως ντράπηκα ποτέ. - Να μη χρωστάω σε κανένα, κι ας έχω να φάω μονάχα ένα ξεροκόμματο μ’ ελιές και μια ντομάτα, και να τα φάω με παρέα και με τσιπούρα και να χορτάσω. Θέλω να χω το κεφάλι μου ψηλά κατά κει που βγαίνει πάντα ο ήλιος πάνω απ’ τον Παντοκράτορα σ’ αυτόν εδώ τον τόπο.
Κι αν όλα τούτα με κάνουνε εθνικολάτρη, Ε! τότε είμαι… και στα τέτοια μου. Καλύτερα απομονωμένος στη γωνιά μου, παρά απομονωμένος μέσα στη πρόστυχη, άθλια παγκοσμιοποίησή τους.
Μπούτιβας Κώστας. (Καστρινός)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου