Για τσιγάρα κατέβηκα στο περίπτερο με την τη φόρμα. Χριστούγεννα σήμερα εξ’ άλλου και τα Καφενεία σήμερα είναι κλειστά.
-Χαχα! τομάρια είναι όλοι πάντα οι άνθρωποι. Χουχουχου γομάρια ήταν και θα είναι, άκουγα στο πεζοδρόμιο πίσω μου μια ψιλή φωνή. Ήτανε ένας γέρος κακομούτσουνος, φερμένος λες από μια κάποια άλλη εποχή. Παρασάνταλος και κουτσός με μια μύτη τεράστια, που κάλυπτε το «ατσούμπαλό» του στόμα. Φόραγε κάτι ρούχα παρδαλά, σαν από εκείνα της Αμερικάνικης βοήθειας τότε με την «Ούντρα». Ελεεινός και τρισάθλιος.
-Άφησέ τον μωρέ τον Καραγκιόζη είπα από μέσα μου, κοίτα τη δουλειά σου και προχώρα στον προορισμό σου, κι αυτό είχα σκοπό να κάνω ώσπου πρόσεξα τα σουβλερά αυτιά του όταν ανασηκώθηκε ο σκούφος του απ’ τον αέρα, και βγήκαν οι κοφτές μύτες από τις τριχωτές αυτάρες του.
Κι εκεί που ήμουν έτοιμος να τον ρωτήσω:
-Τι είσαι εσύ ορέ; άνθρωπος είσαι; τι σώϊ παμα είσαι; Από το
εσωτερικό της «πατατούκας» του άρχισε να χτυπάει το κινητό του. Το έβγαλε και
άκουσα καθαρά που είπε:
-Καλά είμαι εγώ. Κανένας τους δεν μ’ έχει πάρει
χαμπάρι. Άσε με λίγο αφεντικό. Όλοι ετούτοι εδώ παραμιλάνε απ’ τη φτώχεια και
την ακρίβεια. Άσε με λίγο να χαρώ τους
ταλαιπωρημένους Έλληνες. Μια ζωή λαμόγια ήτανε τους ξέρουμε, άσε με λίγο ακόμα
να χαρώ το χάλι τους.
Γύρισα να του χώσω κατακέφαλο. Όμως δεν ήτανε
εκεί είχε εξαφανιστεί.
Τον ξαναείδα στο περίπτερο που ήρθε δίπλα μου. Πήρε τα
χρήματα που είχα αφήσει στον περιπτερά για τα τσιγάρα και μου τα έβαλε στην
τσέπη, μαζί με δυο μεγάλες σοκολάτες, κι ένα καραφάκι τσίπουρο.
- Πάρτα, μου είπε για σένα και για τα εγγόνια.
Καλά Χριστούγεννα. Όταν με την άκρη του ματιού μου τον είδα στην άλλη άκρη του
δρόμου ν’ απομακρύνεται, είχε βγάλει, το σκουφί και τα γάντια του. Κανένας όμως
δεν έδινε σημασία στον ατσούμπαλο επισκέπτη των Χριστουγέννων από τους λίγους
περαστικούς.
Η μαγεία των Χριστουγέννων περπατά αθέατη
δίπλα μας, λύστε τα μάτια της καρδιάς σας και χαμογελάστε της.
Κι αν σήμερα τύχει και συναντήσετε κι εσείς
αυτόν το γέρο «παρασάνταλο» τον καλικάτζαρο, πείτε του μια γλυκιά, μια τρυφερή
κουβέντα, έστω ένα γειά.
Α! και κάτι που εγώ δεν πρόλαβα να του
πω. Άμα θέλει παρέα, να πάει κατά το Σύνταγμα μεριά, γιατί εκεί στο κοινοβούλιο
είναι μαζεμένοι κι άλλοι πολλοί Καλικατζαρέοι.
Χρόνια πολλά σε όλους, καλα να περάσετε.
Κώστας Μπούτιβας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου