Οι περισσότεροι αν όχι όλοι, ξέρω θ’ αναρωτιέστε, τι θέλει να πει η φράση του τίτλου. Περιμένετε: Θα σας δοθεί εξήγηση.
Είχε πάει ο μακαρίτης ο Νίδας ο πατέρας
μου κάποτε για ξύλα στις γύρω ράχες του χωριού για το τζάκι το χειμώνα – τέλος
δεκαετίας του 60 ήτανε θαρρώ, ανέχειας και τότε εποχές – κι όταν τον ρώτησε η
μάνα μου σα γύρισε με λίγα καυσόξυλα, μόνο αυτά τα λίγα έφερες εκείνος της
απάντησε:
- Τι να ’κανα πρόλαβαν άλλοι. «Κατσκαϊδα
τον έκαναν το λόγγο». Μου ’μεινε αυτή η φράση και την θυμάμαι πάντα όταν ακούω
για κρύο και για ζέστα.
Ο Χειμώνας «προ των πυλών λοιπόν» και δεν
ξέρω φέτος αν θα είναι βαρύς η ελαφρύς. Αυτό όμως που είναι σίγουρο είναι ότι
και πάλι αρχίσαμε να μιλάμε για «ψοφόκρυο». Με τη διαφορά ότι κάποιοι φέτος θα
κρυώνουν πιο πολύ απ’ τους άλλους με τις αυξήσεις σε κάθε είδος καύσιμο. Κι
αυτοί οι κάποιοι φέτος θα είναι περισσότεροι, και που άρχισαν να ψάχνονται να
δούνε τι θα κάνουνε. Τα πρώτα μαντάτα έρχονται αυτές τις μέρες κάτω απ’το
χωριό.
–Μη παραξενευθείς άμα κατέβεις και δεις τον
«Παλιαλία» φαλακρό μου ανήγγειλαν φίλοι απ’ το χωριό στο τηλέφωνο. Ποιος
δασικός τόπος και ποια δημόσια γη μου λες. Εδώ είναι πια θέμα επιβίωσης. Κι δεν
δουλεύει τώρα τ’ αλυσοπρίονο γι’ αυτούς τους λίγους που εμπορεύονταν το ξύλο
για να πιούν ένα κρασί. Τώρα όλοι νοικοκυραίοι και μη έχουνε ξεχυθεί στο λόγγο
κι ασύστολα τον λεηλατούν.
Κι όμως έτσι είναι. Τι προστασία
περιβάλλοντος και παραμύθια μπροστά στην επιβίωση! Ψωμί, νερό και ένα κεραμίδι.
Αρχέγονες και προϊστορικές ανάγκες για τον άνθρωπο. Ένα καλύβι έστω και με
κλαριά να προστατευτεί απ’ το κρύο και τους «καιρούς». Και οι πατεράδες μας,
εκείνες τις δύσκολες εποχές μας τα παρείχαν έστω και δύσκολα αυτά. Παίρναμε το
πρωί ένα ξύλο παραμάσχαλα μαζί με τη «σάκα» απ’ το σπίτι και το πηγαίναμε για
τη σόμπα στο σχολείο να ζεσταθούμε.
Τώρα όμως τι κάνουμε, που απ’ τις
υποσχέσεις για σπουδές στο εξωτερικό και το διορισμό στο δημόσιο, φτάσαμε να
ψάχνουμε για τις βασικές πια ανάγκες, και επιστρέψαμε στην εποχή του «Πατέρα
κρυώνω».
Πατέρα κρυώνω έλεγε τότε το γυφτάκι μέσα
στην τέντα κάτω στο Σταθμό. Τα μάζευε τότε όλα ο μακαρίτης ο Μπέκος καμιά
δεκαριά που είχε, και τα κύλαγε πέρα – δώθε όλη μέρα πάνω σε μια κουρελού να
ζεσταθούν κι έτσι σταμάταγαν να διαμαρτύρονται ότι κρυώνουν.
Θα ξεχερσωθούν λέει φέτος λόγγοι και
βουνά…. «Κατσκαίδα» να γίνουνε, θα μου πεις.. Εδώ ξεχέρσωσαν τη ζωή μας οι
πολιτικοί διαχειριστές της δυστυχίας μας, χωρίς ντροπή και τσίπα, μας μάρανε να
μη γυμνωθεί λίγο το δάσος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου