Η μεγαλύτερη στιγμή για το χωριό μας το πανηγύρι. Παμπάλαιο και πασίγνωστο. Σήμα κατατεθέν του Αγγελοκάστρου. Η καρδιά κι η ψυχή κάθε Αγγελοκαστρίτη η Αυγουστιάτικη τούτη τριήμερη εκδήλωση. Όσο κι αν αλλοιώθηκε στις μέρες μας όσο κι αν έχασε την παλιά του αίγλη - κι είναι πολλοί οι παράγοντες που συνέβαλαν σ' αυτό - δεν παύει να συνταράσσει τις ψυχές μας, να μας γυρίζει σ' αλλοτινές, αξέχαστες εποχές και να μας μαγνητίζει στα πάτρια χώματά μας. Πάνω σε τούτο το μεγάλο γεγονός του χωριού μας, είναι γραμμένο και το παρακάτω διήγημα.
Η μεσημεριανή Αγγελοκαστρίτικη ζέστη του Αυγούστου δεν φαινόταν να ενοχλούσε ιδιαίτερα τον μπάρμπα Αντώνη που κατέβαζε με πείσμα το σκεπάρνι στο καρφί. Η παράγκα έκανε την δύσκολη. Δεν ήθελε να σταθεί στα πόδια της. Μα ο γέρο- πανηγυρτζής ήξερε τα χούγια της, χρόνια τώρα στο κουρμπέτι.
Τα κάθετα δοκάρια δεν άργησαν να υψωθούν και πάνω τους να ξαπλώσουν με σιγουριά, και άνεση τα οριζόντια, για να μπουν έπειτα οι σανίδες του πάγκου που αργότερα επάνω του θα έμπαινε η πραμάτεια..
Τούτοι οι πανηγυρτζήδες είναι μια φυλή ιδιόρρυθμη. Αισιόδοξη και μαχητική. Πάντοτε ξεκινάν ελπίζοντας για το καλύτερο και δεν τους συγκινεί τόσο το κέρδος αρκεί εκεί που πάνε να περάσουν καλά. Αρχίζουν με το στήσιμο της παράγκας και τελειώνουν με το τελευταίο κορνάρισμα του φορτηγού, ή της πλατφόρμας, που φορτωμένο με την πραμάτεια τους αφήνει πίσω τον κρανίου τόπο που απόμεινε.
Αναπάσα στιγμή έτοιμοι όλοι να τσακωθούν με όλους. Ο ένας να μην
ακουμπήσει τον άλλον. Ο άλλος να μην λοξοκοιτάξει τον απέναντι.
Η ένταση μεγάλη. Το πολεμικό μέτωπο πάντοτε ανοικτό.
Κι όταν ο κόσμος αρχίζει να ’ρχεται, και ξεκινάει το Πανηγύρι, όλοι στημένοι εκεί μπροστά στον πάγκο τους να υποδεχτούνε καθώς πρέπει τον πελάτη.
Μόλις που είχε προλάβει ο μπαρμπαΑντώνης, καθώς τον παρακολουθούσα απ’ το μπαλκόνι, ν΄ απλώσει τα ξύλινα, Γιαννιώτικα οικιακά του σκευή συνοδευόμενα από μπακίρια, και μερικά παλιομοδίτικα γεωργικά εργαλεία, άρχισε του πανηγυριού ο σερτζελές.
Χρόνια τον θυμάμαι στο Αγγελοκαστρίτικο πανηγύρι τούτον τον Ηπειρώτη πανηγυρτζή. Έστηνε την πραμάτεια του εκεί κοντά στο σπίτι
πάνω στο ρέμα, και δεν ενοχλούσε ποτέ κανέναν. Εκείνη τη χρονιά που η μάνα έμεινε κατάκοιτη από ΄΄ταμπλά΄΄ (έτσι έλεγαν παλιά το εγκεφαλικό οι Αγγελοκαστρίτες) στενοχωρήθηκε πολύ ο μπαρπαΑντώνης. Του ’δινε ρεύμα η μάνα μου καμιά φορά και το ’νοιωθε μεγάλη υποχρέωση. Εκείνη τη χρονιά ήταν που καθίσαμε μαζί σχεδόν όλη τη νύχτα και μου εξιστόρησε όλη τη ζωή του.
Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί σ ένα καυγά από ένα νεαρό συγχωριανό του κι ο Αντώνης είχε απομείνει μόνος του με την αδερφή του. Ήταν ένας αδύναμος και δειλός νέος, μικροκαμωμένος καχεκτικός και φοβητσιάρης. Ποτέ δεν σκέφτηκε εκδίκηση για τον δολοφόνο του πατέρα του, παρά τις πιέσεις απ’ τους συγγενείς να πάρει εκδίκηση. Τότε η αδερφή του κατά τα παλιά εκείνα εθίματα της υπαίθρου, του έβγαλε τα μαύρα ρούχα για να μην πενθεί για ένα νεκρό που έμενε χωρίς να έχει παρθεί εκδίκηση. Αυτός όμως παρέμεινε απαθείς και σ΄ αυτή την προσβολή , κι αντί να ξεκρεμάσει το ντουφέκι του πατέρα του και να κάνει το χρέος του, κλείστηκε στο σπίτι και δεν έβγαινε έξω, γιατί δεν τολμούσε ν’ αντιμετωπίσει τα περιφρονητικά σχόλια των συγχωριανών του. Πέρασε ο καιρός και έμοιαζε να έχει λησμονηθεί το έγκλημα. Ζούσε με την αδερφή του εσώκλειστος εκεί στο σπίτι τους. Τη μέρα όμως που ο δολοφόνος παντρεύονταν κι ήταν γαμπρός, για να του μπει στη μύτη, πέρασε πηγαίνοντας στη εκκλησία από το σπίτι των δυο ορφανών.
Σαν τον είδε όμως ο Αντώνης απ’ το παράθυρο άρχισε ξαφνικά να τρέμει, σηκώθηκε χωρίς να βγάλει μιλιά, έκανε το σταυρό του, ξεκρέμασε το ντουφέκι, κι άρχισε να το καθαρίζει. Σα νύχτωσε, έγινε άφαντος.
Κείνο το βράδυ ο φονιάς πήγαινε με τα πόδια κατά το έθιμο να πάρει στο τραπέζι τους κουμπάρους. Ακολουθούσε ένα ερημικό μονοπάτι σιγοτραγουδώντας, όταν ο Αντώνης βγήκε μπροστά του και κοιτάζοντας το φονιά κατά πρόσωπο του φώναξε: «ήρθε η ώρα και η στιγμή» Κι ύστερα του άδειασε εξ επαφής το ντουφέκι στο στήθος. Μετά εξαφανίστηκε απ’ τον τόπο του. Πήγε για χρόνια μούτσος στα καράβια, έκανε ένα μικρό κομπόδεμα, και σαν καταλαγιάσανε αργότερα τα πράγματα, και είχε ξεχαστεί το φονικό, γύρισε στη στεριά, ποτέ όμως στον τόπο του, πήρε την έρημη την αδερφή του που δεν παντρεύτηκε ποτέ, και με μια σούστα τότε, τώρα μ’ αυτοκίνητο άρχισε να εμπορεύεται Γιαννιώτικα σιπράγκαλα, σ’ όλης της επικράτειας τα πανηγύρια.
Σκυμμένος έβανε τα τελευταία χαλκώματα στα χαρτοκούτια, χαράματα το τρίτο βράδυ του πανηγυριού, και είχε πιάσει τον αγαπημένο του σκοπό. «Σε ξένο τόπο περπατώ». Πήγα κοντά του:
Πάει και φέτος ΜπαρμπΑντώνη, Έκανες τίποτα τουλάχιστον;
Κεσάτια αρχοντόπουλο. Στο’ πα και χθες το βράδυ.
Δεν καθόσουνα στην παραλία σου,
τι ήθελες και ήρθες;
Πάει πια, τελειώσανε τα Πανηγύρια.
Κώστας Μπούτιβας - Καστρινός.