Τούτη τη μεγάλη μέρα της Εθνικής επετείου, πάντα τα τελευταία χρόνια γράφω κάτι, από αφηγήσεις που άκουγα μικρός στο χωριό για το μεγάλο εκείνο έπος του 40, τότε που ακόμα οι μνήμες ήτανε νωπές, από ανθρώπους που είχανε ζήσει από κοντά τα γεγονότα. Άλλο ένα τέτοιο διήγημα από εκείνη την εποχή απ’ τον τόπο μας, από μια αφήγηση της βάβως της Κώσταινας - Θεός σχορέστη - σκάρωσα και σας παραθέτω και φέτος, έτσι να μένουν οι μνήμες ζωντανές, μ’ όλα αυτά που έχει τραβήξει τούτος ο τόπος.
Η ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΗ.
Έτσι άδικα σκοτώθηκε εκείνος ο άτυχος ο Γιάννος στο Αλβανικό και πάει. Κι από πάνω σκύλεψαν το κουφάρι του οι Λύκοι και τα τσακάλια στα βορειοηπειρώτικα κατσάβραχα.
-Ώχ μάνα μου μ’ έφαγαν, πρόλαβε να πει, και σωριάστηκε καταής σαν το κομμένο κούτσουρο. Κι’ η μαυρουσάρα η γριά η μάνα του, μαλλιοτραβιόντανε και καταριότανε σαν μαθεύτηκε στο χωριό το μαντάτο, τους φασίστες τους φονιάδες. Μοιρολόγαγε μέρα νύχτα και δεν ξαναμίλησε σε κανέναν. Πάνω στα σαράντα του Γιάννου πέθανε.
Η Βούλα η χαροκαμένη η νύφη την έκλαψε διπλά, γιατί έμεινε τώρα μόνη κι έρμη, σαν τη καλαμιά στο κάμπο. Χήρα, νιά κι όμορφη, που να τα βγάλει πέρα, μ΄ όλα τα αρσενικά τα «καπριά» του χωριού να τρέχουν από πίσω της. Πήρε τότε το παλιομονόκανο του σκοτωμένου που το είχε για κυνήγι, και το ’βαλε στρωσίδι στο κρεβάτι της. «Νάτος ο άντρας μου – φοβέριζε. Οποιανού το λέει η περδικούλα του ας κοπιάσει.»
Τα μεροκυλίσματα, έφεραν απανωτές συμφορές σ’ ολόκληρο το έθνος και στο χωριό. Ήρθανε κατακτητές τώρα οι Ιταλοί, κι εγκαταστάθηκαν επάνω στο σχολείο. Και σ’ αυτό το χαλασμό στάθηκε παλικάρι η μορφονιά η Βούλα, και υπεράσπισε και τα δίκια της και την τιμή της. Μέχρι που 'τυχε εκείνο τα’ αναπάντεχο.
Κάτω στα παλιάμπελα ήτανε, λίγο πιο κάτω απ’ το «στεφάνι» πήγε να «θειαφίσει» εκείνα το παρατημένο αμπέλι. Εκεί την βρήκε καθώς γύριζε εκείνος ο «σκερδελές» ο γκαϊδομάτης ο Ιταλός υπολοχαγός. Είχε πάει να επιτηρήσει τις γραμμές του τραίνου, γιατί είχανε πληροφορίες ότι ο Μιχαλιός ο Ζαφειρομήτσος με τους Καπλανέους και άλλους Αγγελοκαστρίτες και Καλυβιώτες αντάρτες, κάτι σχεδιάζανε για σαμποτάζ, στου τραίνου τα περάσματα. Ρεμάλι σκέτο ο γκαϊδομάτης ο Αλεξάντρο ο Ιταλός, τη έπεσε στη Βούλα κανονικά.
-Μια γυναικά μοναχή είναι μια γυναίκα για τον καθένα, είσαι δικό μου λάφυρο και θα σε πάρω με το έτσι θέλω, της μετάφρασε εκείνο το παλιοτόμαρο ο πουλημένος Αγρινιώτης μεταφραστής. Γυάλιζαν τα μάτια του Ιταλού, πήδηξε απ’ το όχημα κι έκανε την αρπάξει.
Έβαλε φωνή η Βούλα, κι ώσπου εκείνος να καταλάβει, έβγαλε απ’ το καλάθι το τραπεζομάχαιρο το μεγάλο που είχε για λάχανα, και τον καμάκωσε κατάστηθα.
- Ψόφα παλιόσκυλο.
Κυλίστηκε στο χώμα ο γκαϊδομάτης ο Ιταλός. Βρύση έτρεχε το αίμα του. Πέταξε πέρα το καλάθι κι έτσι περήφανη , αντρογυναίκα, με τα μαλλιά χυμένα στην πλάτη, χάθηκε μέσα στα σκοίνα τραβώντας πέρα κατά τα καμάρια, ενώ οι σφαίρες των Ιταλών σβούριζαν ξωπίσω της.
-Στο 'φαγα του στάρι βρωμόσκυλο, μονολογούσε. Πήρα γδίκηση και για το Γιάννο μου, και για τις χήρες και τα ορφανά που άφησες.
Έτσι χάθηκε απ’ το χωριό η Βούλα, Βγήκε στο βουνό κλαρίτησα με τους αντάρτες. Και μόνο σαν τέλειωσε ο χαλασμός, ξαναεμφανίστηκε στο χωριό. Πάνω στο χρόνο, πέρασε ένας δάσκαλος απ’ το χωριό, είδε τη Βούλα, του γυάλισε, και τη ζήτησε γυναίκα του. Εκείνη δέχτηκε, παντρεύτηκαν κι έφυγαν την άλλη χρονιά. Και δεν έμαθε κανένας πια που πήγαν και τι απόγιναν.
Το χωριό περπάτησε με τα χρόνια που πέρασαν, κι έμεινε ετούτη η ιστορία θρύλος, να τη μολογάνε οι γέροι και οι γριές, όταν η λήθη κι ο χρόνος τα σκέπασε όλα.
Αχ μωρέ έρμη Πατρίδα, τι έχεις τραβήξει και πως κατάντησες τη σήμερον ημέρα!
Κώστας Μπούτιβας – Καστρινός.