Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

ΠΟΥ ’ΝΑΙ ΟΡΕ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ;



Τούτη η πόλη Χειμωνιάτικα πάντοτε μουχλιασμένη ήτανε. Όμως εκεί αρχές Δεκέμβρη και τα τελευταία χρόνια από αρχές Νοέμβρη ακόμα, λόγω κρίσης, στη πόλη ετούτη κάτι άλλαζε. Έπαιρνε ένα άλλο χρώμα ο κάθε δρόμος και η κάθε γειτονιά. Ένα χρυσαφί, λαμπερό Χριστουγεννιάτικο χρώμα. Βιτρίνες, φωτισμένες με πολύχρωμα λαμπιόνια, μυρωδιά από μελομακάρονο και κουραμπιέ, Αγιοβασίληδες χοντροί μεγέθους Πάγκαλου, δυο φράγκα παραπάνω στην τσέπη λόγω δώρου, σου ανεβάζανε λιγάκι τη διάθεση, κι ένοιωθες οτ’ είναι μέρες της χαράς και της γιορτής, μέρες που ξεμουχλιάζανε τη πόλη, τη διάθεση και τη ζωή μας γενικότερα. Και πέρσι ακόμα όλο και κάποιο χαμόγελο έσκαγε μύτη, σε μια τελευταία προσπάθεια γιορτής και ωχαδερφισμού. Με μαγαζιά στολισμένα από νωρίς, με φώτα αναμμένα κόντρα σ’ αυτό που ερχόντανε, με ψήγματα αισιοδοξίας μετρημένα και λιτά, σαν των βοσκών τα δώρα στο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Ήταν το «δεύτε τελευταίον ασπασμό» του Έλληνα στη καλοπέραση. Στριμόκωλα αλλά έστω λιγάκι φωτεινά. Όμως τα φωτεινά Χριστούγεννα είναι μαύρα - κατράμι, σκοτεινά. Σπάνια φέτος βλέπεις στολισμένο σπίτι πια. Το στόλισμα θέλει κέφι και αισιοδοξία. Που να τα βρεις όμως μ’ όλες ετούτες τις περικοπές. Λαμπάκια στο μπαλκόνι άναψαν τα δικά μου, όταν μου ήρθε το χαράτσι της ΔΕΗ. Χρωματιστά ΄΄ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ΄΄ στα τζάμια είναι οι βιτρίνες φέτος όλων σχεδόν των μαγαζιών. Το "φάτε μάτια ψάρια" έγινε η βόλτα πια των καταναλωτών. Και η ματιά του μαγαζάτορα και του αγοραστή, μια ερωτική επιθυμία πού όμως δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθεί. Σαν ένας καταδικασμένος έρωτας σε μια παλιά καλή Ελληνική ταινία. Κι άκου και τα χειρότερα. Ο Αϊ Βασίλης λέει έκοψε το λαιμό του από μια κάρτα πιστωτική της ΄΄ Εθνικής ΄΄ κι ο Βενιζέλος κατάσχεση έκανε το λάπτοπ το καινούργιο που μου έφερνε. γιατί δεν πλήρωσα την έκτακτη εισφορά. Κι έτσι έφτασαν φέτος όλοι να ρωτάνε πατριώτη πού είναι, και να ψάχνουν τα Χριστούγεννα. Τα έχω βρει εγώ και δεν σου κάνω πλάκα. Εκεί που ήταν πάντα είναι και τώρα. Δίπλα μας . Εκεί που δεν κοιτάξαμε ποτέ. Στο χαμόγελο του μικρού παιδιού που λέει τα κάλαντα, στου γείτονα την καλημέρα, στην πρωινή καμπάνα της Εκκλησίας του χωριού. Πάντα εκεί ήτανε και θα ’ναι τα Χριστούγεννα. Κι ίσως να μας χρειάζονταν να ’ρθούνε κάποια σκοτεινά Χριστούγεννα, μήπως και δούμε κατά που πέφτουνε τα γνήσια και τ’ αληθινά. Καλά Χριστούγεννα, καλές γιορτές.
(Αύριο κανονικά θα σας τα πω τα κάλαντα. Και μάλιστα χωρίς λεφτά.)

Μπούτιβας Κώστας. (Καστρινός)

Δεν υπάρχουν σχόλια :