Η μεγαλύτερη στιγμή για το χωριό μας το πανηγύρι. Παμπάλαιο και πασίγνωστο. Σήμα κατατεθέν του Αγγελοκάστρου.Η καρδιά κι η ψυχή κάθε Αγγελοκαστρίτη η Αυγουστιάτικη τούτη τριήμερη εκδήλωση. Όσο κι αν αλλοιώθηκε στις μέρες μας όσο κι αν έχασε την παλιά του αίγλη - κι είναι πολλοί οι παράγοντες που συνέβαλαν σ' αυτό - δεν παύει να συνταράσσει τις ψυχές μας, να μας γυρίζει σ' αλλοτινές, αξέχαστες εποχές και να μας μαγνητίζει στα πάτρια χώματά μας.
Πάνω σε τούτο το μεγάλο γεγονός του χωριού μας, είναι γραμμένο και το παρακάτω άρθρο του έγκριτου κοντοχωριανού μας δημοσιογράφου απ’ την Παλαιομάνινα Δημήτρη Στεργίου στην προσωπική του ιστοσελίδα. Εδώ:http://www.dimitris-stergiou.gr/ Κώστας Μπούτιβας.
Πάνω σε τούτο το μεγάλο γεγονός του χωριού μας, είναι γραμμένο και το παρακάτω άρθρο του έγκριτου κοντοχωριανού μας δημοσιογράφου απ’ την Παλαιομάνινα Δημήτρη Στεργίου στην προσωπική του ιστοσελίδα. Εδώ:http://www.dimitris-stergiou.gr/ Κώστας Μπούτιβας.
Κάθε χρόνο, όταν πλησιάζει η εορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου, θυμάμαι με νοσταλγία, δέος και ιερότητα τη μεγάλη επιθυμία όλων των συμμαθητών μου και..φυσικά, των συγχωριανών μου, να πάμε στο πανηγύρι του Αγγελοκάστρου, να πάμε στο επιβλητικό, πάνω στο λόφο, Μοναστήρι του Σωτήρος, στο Αγγελόκαστρο στη δεκαετία του 1950 και τις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Και τώρα που τα σκέφτομαι όλα αυτά, η επιθυμία μας ήταν δικαιολογημένη. Πρώτα – πρώτα, την παραμονή και ανήμερα της γιορτής αυτής «άδειαζε» σχεδόν το χωριό από κατοίκους και ιδιαίτερα από γυναίκες, οι οποίες έσπευδαν να πάνε στο Μοναστήρι, να ανάψουν ένα κερί, να κοιμηθούν το βράδυ της παραμονής «στρωματσάδα» στην αυλή του Μοναστηριού, υπό τον ήχο της λειτουργίας, και να ασπασθούν τη θαυματουργή εικόνα του Σωτήρος.
Θυμάμαι ότι συγγενείς αρρώστων τους βοηθούσαν να ανέβουν με δυσκολία τον κακοτράχαλο τότε δρομίσκο που οδηγούσε από το χωριό στο Μοναστήρι για να γίνει το θαύμα. Και μας έλεγαν τότε οι γονείς μας για πολλά θαύματα. Αυτός ήταν ο ένας λόγος.
Υπήρχαν όμως κι άλλοι, όπως ότι η επίσκεψη στο Μοναστήρι του Αγγελοκάστρου ήταν μια απόδραση και ψυχαγωγία, αφού ήταν η πρώτη και μοναδική μεγάλη εκδρομή ή απομάκρυνση από χωριό μας, ή ότι θα τρώγαμε «πίτα ντι νιέρι» (μικρά κομμάτια μπακλαβά!), ή ότι θα αγοράζαμε κανένα (φθηνό, φυσικά) παιχνιδάκι, όπως σφυρήχτρες, μικρές λαστιχένιες μπάλες κλπ ή ότι θα περνούσαμε ένα βράδυ (την παραμονή) μέσα σε μια πρωτόγνωρη ατμόσφαιρα έξω από το Μοναστήρι, όπου οι πλανόδιοι έμποροι είχαν στήσει τους πάγκους και φώτιζαν την πραμάτεια τους με λάμπες από γκαζολίνι ή άλλα φωτιστικά της εποχής.
Επίσης, κατεβαίναμε και στα κεντρικά σημεία του χωριού και απολαμβάναμε το κρύο νερό που έτρεχε συνεχώς και ορμητικά από τις βρύσες και το ήχο τους που διαπερνούσε τη φεγγαρόλουστη αυγουστιάτικη βραδιά!
Λοιπόν, λίγες μέρες πριν από τη μετάβασή μας στο Μοναστήρι του Αγγελοκάστρου αποσπούσαμε την υπόσχεση των γονέων μας ότι όχι μόνο θα μας άφηναν να πάμε από την παραμονή στο Αγγελόκαστρο, αλλά και ότι θα μας έδιναν τουλάχιστο και δύο δραχμές για να αγοράσουμε κυρίως «πίτα ντι νιέρι» και κάποιο δωράκι για τους γονείς μας ή τα αδέρφια μας!
Φυσικά, η εξασφάλιση της υπόσχεσης αυτής γινόταν πάντοτε με τη δική μας διαβεβαίωση ότι «θα είμαστε καλά παιδιά», θα βοηθήσουμε στο μάζεμα και το αρμάθιασμα των καπνών, θα φροντίζαμε τα άλογα και τα γαϊδούρια (νερό, τροφές κλπ) και ότι, γενικά, θα κάναμε με προθυμία όλες τις δουλειές που μας έλεγαν οι γονείς μας.
Μετά την εξασφάλιση της υπόσχεσης αυτής και, φυσικά, του δίδραχμου, όλα τα παιδιά, ανά γειτονιές, ετοιμάζονταν για τη μεγάλη … φυγή. Θυμάμαι μάλιστα ότι την παραμονή της εορτής πηγαίναμε στα χωράφια και μαζεύαμε καπνά, τα οποία, στη συνέχεια, τα ρίχναμε στις σκιερές αυλές μας για αρμάθιασμα.
Κι ήταν τόσο μεγάλη η … γρηγοράδα στο αρμάθιασμα, ώστε γύρω στο μεσημέρι οι σωροί από τα καπνόφυλλα είχαν … εξαφανισθεί, ενώ τις προηγούμενες ημέρες η διαδικασία αυτή κρατούσε σχεδόν μέχρι τη δύση του ηλίου! Η γρηγοράδα αυτή στο αρμάθιασμα οφειλόταν στη μεγάλη μας χαρά να είμαστε έτοιμοι το απόγευμα για να πάμε στο Αγγελόκαστρο!
Η διαδικασία του πηγαιμού προς το Αγγελόκαστρο άρχιζε αμέσως μετά το αρμάθιασμα των καπνόφυλλων και την τοποθέτησή τους στις λιάστρες (για αποξήρανση).
Ήταν μάλιστα και συναρπαστική. Η μάνα μας είχε ζεστάνει το νερό, το είχε ρίξει στον τσίγκινο νιπτήρα και είχε φέρει και την τσίγκινη συνήθως (εξέλιξη της ξύλινης!) σκάφης στην οποία έπλεναν τα ρούχα!
Μετά το επεισοδιακό αυτό «λουτρό», η μάνα μας έφερνε τα καθαρά (και σιδερωμένα) καλά μας ρούχα και καλά παπούτσια κι όλα ήταν έτοιμα για την εκδρομή στο Αγγελόκαστρο.
Αξίζει να υπενθυμίσω μια λεπτομέρεια, η οποία σήμερα ή όσες φορές τη σκέφτομαι με … τρομάζει! Η διαδρομή από την Παλαιομάνινα στο Αγγελόκαστρο ήταν περίπου δύο ωρών με τα πόδια και με πολλά εφιαλτικά εμπόδια.
Κατ΄αρχάς, έπρεπε, παιδιά 10 έως 15 ετών, να περάσουμε τον ορμητικό Αχελώο με τα πόδια. Υπήρχε και βάρκα, αλλά, τότε, την περίοδο του καλοκαιριού, σε ορισμένα σημεία – διαβάσεις ο Αχελώος ποταμός ήταν ρηχός, αλλά οι κίνδυνοι να πέσει κανείς σε καμιά «ρουφήχτρα» ήταν πάντα ορατοί.
Ευτυχώς που όλοι τότε φορούσαμε … κοντά παντελόνια και, συνεπώς, δεν διατρέχαμε τον κίνδυνο να βρέξουμε τα … καλά μας ρούχα!
Ύστερα, η πεζοπορία γινόταν μέσα από δύσβατα μονοπάτια και από κοπάδια από εκατοντάδες πρόβατα που τα φύλαγαν άγρια τσοπανόσκυλα! Ευτυχώς, που τα αφεντικά τους, βλέποντάς μας από μακριά, μάζευαν, με ένα σύριγμα, τα τσοπανόσκυλα κοντά τους, κι έτσι περνούσαμε (όχι, βέβαια, χωρίς φόβο!) και το εμπόδιο αυτό.
Όλα τα παιδιά συγκεντρωνόμασταν έξω από το Μοναστήρι, όπου κατέφθαναν κατά πυκνές ομάδες και άλλοι μεγαλύτεροι σε ηλικία συγχωριανοί μας. Βλέποντάς τους, πραγματικά, νιώθαμε ανακούφιση, διότι, είπαμε: για πρώτη φορά απομακρυνόμασταν από το χωριό μας, από το σπίτι μας, από τους γονείς μας, από τα αδέρφια, από τους συγχωριανούς μας και πηγαίναμε στην … ξενιτιά!Και τώρα που τα σκέφτομαι όλα αυτά, η επιθυμία μας ήταν δικαιολογημένη. Πρώτα – πρώτα, την παραμονή και ανήμερα της γιορτής αυτής «άδειαζε» σχεδόν το χωριό από κατοίκους και ιδιαίτερα από γυναίκες, οι οποίες έσπευδαν να πάνε στο Μοναστήρι, να ανάψουν ένα κερί, να κοιμηθούν το βράδυ της παραμονής «στρωματσάδα» στην αυλή του Μοναστηριού, υπό τον ήχο της λειτουργίας, και να ασπασθούν τη θαυματουργή εικόνα του Σωτήρος.
Θυμάμαι ότι συγγενείς αρρώστων τους βοηθούσαν να ανέβουν με δυσκολία τον κακοτράχαλο τότε δρομίσκο που οδηγούσε από το χωριό στο Μοναστήρι για να γίνει το θαύμα. Και μας έλεγαν τότε οι γονείς μας για πολλά θαύματα. Αυτός ήταν ο ένας λόγος.
Υπήρχαν όμως κι άλλοι, όπως ότι η επίσκεψη στο Μοναστήρι του Αγγελοκάστρου ήταν μια απόδραση και ψυχαγωγία, αφού ήταν η πρώτη και μοναδική μεγάλη εκδρομή ή απομάκρυνση από χωριό μας, ή ότι θα τρώγαμε «πίτα ντι νιέρι» (μικρά κομμάτια μπακλαβά!), ή ότι θα αγοράζαμε κανένα (φθηνό, φυσικά) παιχνιδάκι, όπως σφυρήχτρες, μικρές λαστιχένιες μπάλες κλπ ή ότι θα περνούσαμε ένα βράδυ (την παραμονή) μέσα σε μια πρωτόγνωρη ατμόσφαιρα έξω από το Μοναστήρι, όπου οι πλανόδιοι έμποροι είχαν στήσει τους πάγκους και φώτιζαν την πραμάτεια τους με λάμπες από γκαζολίνι ή άλλα φωτιστικά της εποχής.
Επίσης, κατεβαίναμε και στα κεντρικά σημεία του χωριού και απολαμβάναμε το κρύο νερό που έτρεχε συνεχώς και ορμητικά από τις βρύσες και το ήχο τους που διαπερνούσε τη φεγγαρόλουστη αυγουστιάτικη βραδιά!
Λοιπόν, λίγες μέρες πριν από τη μετάβασή μας στο Μοναστήρι του Αγγελοκάστρου αποσπούσαμε την υπόσχεση των γονέων μας ότι όχι μόνο θα μας άφηναν να πάμε από την παραμονή στο Αγγελόκαστρο, αλλά και ότι θα μας έδιναν τουλάχιστο και δύο δραχμές για να αγοράσουμε κυρίως «πίτα ντι νιέρι» και κάποιο δωράκι για τους γονείς μας ή τα αδέρφια μας!
Φυσικά, η εξασφάλιση της υπόσχεσης αυτής γινόταν πάντοτε με τη δική μας διαβεβαίωση ότι «θα είμαστε καλά παιδιά», θα βοηθήσουμε στο μάζεμα και το αρμάθιασμα των καπνών, θα φροντίζαμε τα άλογα και τα γαϊδούρια (νερό, τροφές κλπ) και ότι, γενικά, θα κάναμε με προθυμία όλες τις δουλειές που μας έλεγαν οι γονείς μας.
Μετά την εξασφάλιση της υπόσχεσης αυτής και, φυσικά, του δίδραχμου, όλα τα παιδιά, ανά γειτονιές, ετοιμάζονταν για τη μεγάλη … φυγή. Θυμάμαι μάλιστα ότι την παραμονή της εορτής πηγαίναμε στα χωράφια και μαζεύαμε καπνά, τα οποία, στη συνέχεια, τα ρίχναμε στις σκιερές αυλές μας για αρμάθιασμα.
Κι ήταν τόσο μεγάλη η … γρηγοράδα στο αρμάθιασμα, ώστε γύρω στο μεσημέρι οι σωροί από τα καπνόφυλλα είχαν … εξαφανισθεί, ενώ τις προηγούμενες ημέρες η διαδικασία αυτή κρατούσε σχεδόν μέχρι τη δύση του ηλίου! Η γρηγοράδα αυτή στο αρμάθιασμα οφειλόταν στη μεγάλη μας χαρά να είμαστε έτοιμοι το απόγευμα για να πάμε στο Αγγελόκαστρο!
Η διαδικασία του πηγαιμού προς το Αγγελόκαστρο άρχιζε αμέσως μετά το αρμάθιασμα των καπνόφυλλων και την τοποθέτησή τους στις λιάστρες (για αποξήρανση).
Ήταν μάλιστα και συναρπαστική. Η μάνα μας είχε ζεστάνει το νερό, το είχε ρίξει στον τσίγκινο νιπτήρα και είχε φέρει και την τσίγκινη συνήθως (εξέλιξη της ξύλινης!) σκάφης στην οποία έπλεναν τα ρούχα!
Μετά το επεισοδιακό αυτό «λουτρό», η μάνα μας έφερνε τα καθαρά (και σιδερωμένα) καλά μας ρούχα και καλά παπούτσια κι όλα ήταν έτοιμα για την εκδρομή στο Αγγελόκαστρο.
Αξίζει να υπενθυμίσω μια λεπτομέρεια, η οποία σήμερα ή όσες φορές τη σκέφτομαι με … τρομάζει! Η διαδρομή από την Παλαιομάνινα στο Αγγελόκαστρο ήταν περίπου δύο ωρών με τα πόδια και με πολλά εφιαλτικά εμπόδια.
Κατ΄αρχάς, έπρεπε, παιδιά 10 έως 15 ετών, να περάσουμε τον ορμητικό Αχελώο με τα πόδια. Υπήρχε και βάρκα, αλλά, τότε, την περίοδο του καλοκαιριού, σε ορισμένα σημεία – διαβάσεις ο Αχελώος ποταμός ήταν ρηχός, αλλά οι κίνδυνοι να πέσει κανείς σε καμιά «ρουφήχτρα» ήταν πάντα ορατοί.
Ευτυχώς που όλοι τότε φορούσαμε … κοντά παντελόνια και, συνεπώς, δεν διατρέχαμε τον κίνδυνο να βρέξουμε τα … καλά μας ρούχα!
Ύστερα, η πεζοπορία γινόταν μέσα από δύσβατα μονοπάτια και από κοπάδια από εκατοντάδες πρόβατα που τα φύλαγαν άγρια τσοπανόσκυλα! Ευτυχώς, που τα αφεντικά τους, βλέποντάς μας από μακριά, μάζευαν, με ένα σύριγμα, τα τσοπανόσκυλα κοντά τους, κι έτσι περνούσαμε (όχι, βέβαια, χωρίς φόβο!) και το εμπόδιο αυτό.
Ο γράφων είχε κι έναν επιπρόσθετο λόγο να περιμένω με αγωνία να πάω στο Αγγελόκαστρο την ημέρα αυτή. Εκεί έμενε μόνιμα η θεία μου (αδερφή του πατέρα μου) Κατερίνα μαζί με τα παιδιά της (πρώτα ξαδέρφια μου). Οπότε δεν είχα πρόβλημα στέγης και φαγητού.
Μάλιστα, θυμάμαι ότι η ξαδέρφη μου η Ελένη μαγείρευε και ωραία φρέσκα ψάρια (όσοι νηστεύουν για το δεκαπενταύγουστο μπορούν να τρώνε ψάρια στις 6 Αυγούστου) πλακί στο φούρνο, τα οποία τα απολαμβάναμε και με άλλους συγγενείς της κυρίως από τη Ρίγανη!
Η επιστροφή το απόγευμα (ανήμερα) δεν είχε βέβαια το χαρούμενο χρώμα του πηγαιμού, αλλά νιώθαμε ικανοποιημένοι που πήγαμε σε ένα Μοναστήρι, σε ένα πανηγύρι, ψωνίσαμε γλυκά και παιχνίδια. Και με τις ωραίες αυτές εικόνες άρχιζε την επομένη η γνωστή διαδικασία: μάζεμα και αρμάθιασμα καπνόφυλλων, φροντίδα των ζώων και, μετά τις 15 Αυγούστου, συλλογή του βελανιδόκαρπου …
Δημήτρης Στεργίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου