Δεκαπενταύγουστος, η κοίμηση της Θεοτόκου, το Πάσχα του καλοκαιριού. Πόσο παράξενο αλήθεια να γιορτάζεις, να γλεντάς, έναν Θάνατο.
Γιατί το ξέρεις εκείνη είναι πάντα εδώ, Πάντα στα δύσκολα το νιώθεις, Εκείνη είναι, που δεν φεύγει ποτέ από το πλάϊ
σου.
Ότι και να πεις, ότι κι αν γράψεις για Κείνη, μπαίνει μπροστά από το χρόνο, και γίνεται κομμάτι
της ψυχής του καθενός μας, ξεχωριστή, προσωπική, μα πάντα Ίδια και απαράλλακτη. Η Λαοδηγήτρα Μάνα.
Δεν υπάρχει μάθημα και τρόπος για τούτη την επαφή, δεν μπαίνουν φραγμοί σε
αυτά που νιώθει η ψυχή.
Ένα σωρό θαύματα, μοιάζουν με παραμύθια ακατόρθωτα, κι όμως, πόσες
ατέλειωτες, μικρές, καθημερινές στιγμές, γίνονται αφορμή να την παρακαλάμε: Βάσταξε με Μάνα, κράταμε γερά απ’ το χέρι.
Όπως κι αν βλέπεις τον κόσμο, ό,τι επιθυμίες και πάθη να φοράς, θα βρεις το σπίτι της, που μοιάζει ταπεινό, όμως τόσο μεγάλο και ευρύχωρο, και που στοιβάζει τη πιο μεγάλη και αταίριαστη παρέα, μέσα στα σωθικά του, κάθε λογής ικέτες, να μην χάνουν ευκαιρία, να θωρούν σε κάθε σκοτεινή γωνιά, δυο χέρια να τους ευλογούν και να τους αγκαλιάζουν.
Η
γιορτή Της Αιώνιας Μάνας, κατακαλόκαιρο, είναι η πιο γλυκιά και δροσερή,
παντοτινή ελπίδα.
Κ Μπούτιβας.