Έμπαινε βαθιά το Σουφλί μεγαλοβδόμαδο στο σβαρνισμένο καπνοχώραφο. Σφιχτόδενε η μακαρίτισσα η Βάβω Κώσταινα στο κεφάλι το μαύρο μαντίλι κι αρχίναγε το μοιρολόι. Εκείνο που ιστορεί τη Σταύρωση του Χριστού και εκφράζει τον πόνο της κάθε πονεμένης Μάνας. Κι ο πόνος της Παναγίας γινόντας ο δικός της πόνος. Και την έπιαναν τα κλάματα και δάκρυζε, ως μάνα που ένιωθε το βαρύ πόνο της Μεγάλης μάνας, της Παναγιάς. Διαβήκανε τα χρόνια από τότε μα εμένα τούτες οι στιγμές μ’ έχουνε σημαδέψει, και πάντα τέτοια μέρα τούτο το μοιρολόι της Παναγίας σαν ένας κόμπος στο λαιμό μου έρχεται πάντα στο μυαλό.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέραΣήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρισκαταρεμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό των πάντων Βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει στο περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό, να τον συλλάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για τον Μονογενή της.
Φωνή της ήρθε εξ ουρανού και απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
- Φτάνουν Κυρά μ’ οι προσευχές φτάνουν και οι μετάνοιες
και τον Υιό σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς σκληρά τον τυραννάνε.
- Χαλκιά, χαλκιά φκιάσε καρφιά φκιάσε τρία πιρούνια,
Και κείνος επαράκουσε τραβά και φκιάνει πέντε!
-Εσύ χαλκιά που τάφκιασες πρέπει να μας διατάξεις.
-Τώρα που με ρωτήσατε κι εγώ θα σας διατάξω:
Βάλτε τα δυο στα χέρια του τα άλλα δυο στους πόδας,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στη καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά Του!
Και η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
στάμνες νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχους
και τρία νεροστάλλαμα για να της έρθει ο νους της.
Ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει φωτιά για να καεί για τον Μονογενή της!
-Το ποιος μου κάνει συντροφιά για του ληστού την πόρτα;
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
και του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα,
σαν πήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τ’ς έβγαλε μεσ’ του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηρά και δεξιότερα και βλέπει τον Αι-Γιάννη.
-Άγιε Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του γιού μου,
μην είδες τον υιόκα και σε διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω χείλη να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
δεν έχω χεροπάλαμο για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις εκείνο το γυμνό τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και με ο διδάσκαλός μου.
Και σαν τον επλησίασε γλυκά τον ερωτούσε:
-Δεν μου μιλάς παιδάκι μου, δεν μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε μάνα μ’ στο σπίτι σου και στ’ άλλα τα παιδιά σου.
Βάλε κρασί σ’ ένα γυαλί κι αφράτο παξιμάδι
και μένα να με καρτερείς το Σάββατο το βράδυ.
Όταν σημάνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
τότε κι εσύ μανούλα μου θα’ χεις χαρές μεγάλες!
Όποιος τ’ ακούσει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοκουρμαστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο!
Καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση συγχωριανοί όπου κι αν βρίσκεστε.
Κώστας Μπούτιβας – Καστρινός.