|
Το χρονογράφημα του Σαββάτου. |
Έριξα το ποτήρι με το νερό και δρόσισα την άσφαλτο, εκείνη από ευγνωμοσύνη τσίριξε σα να μ’ ευχαριστούσε. Ο «κοπρίτης» δίπλα που έκανε πως κοιμόταν δεν έδωσε σημασία. Ώρα καλοκαιρινής πρωινής σπονδής.
Έπειτα ακούμπησα έναν ποτηράκι του κρασιού με τον ελληνικό πάνω στο τραπέζι, ίσιωσα την καρέκλα, και άραξα κανονικά .
Πρωί- πρωί κι έπιασε μια κάψα βαριά, τέτοια που κάνει την πόλη φυλακή και τα τσιμέντα βάρβαρους δεσμοφύλακες. Δεν μ΄ ένοιαζε όμως σήμερα εδώ, στύλωσα τα μάτια στη θάλασσα, και τα ‘παιρνα μόνο για καμιά περαστική «πετροπέρδικα», αυτές με εκείνα τα μικροκαμωμένα μαγιό που ξυπνάνε όλα τα μη και τα απαγορεύεται, που πρώτα χτίσανε τα χρόνια και έπειτα μας έβαλαν να χοροπηδάμε μέσα τους.
Κι έπειτα κοίταξα στην ευθεία, εκεί απέναντι πάνω στο σαραβαλιασμένο, παροπλισμένο σκαρί, που σπάνε επάνω του όλα τα βλέμματα.
Ένα παλιό θαλασσοχτυπημένο ξύλινο πλεούμενο, σαβούρα τώρα εκεί που σκάει το κύμα. Πέρασαν τα χρόνια και πάνε, τώρα τίποτα δεν αλλάζει, όσο κι αν το ψάχνεις δεν φέρνεις τα μπρος πίσω.
Σηκώθηκα απότομα, ήταν το φορτηγό που μαζεύει τα σκουπίδια. Φασαριόζοι εργάτες και μια μηχανή που αγκομαχούσε σα να την έσφαζαν. Θέλεις δε θέλεις θα επιστρέψεις βιαστικός από κάθε ονειρικό ταξίδι.
Το πέρασμα του έμοιαζε με τα νέα, με τις καθημερινές ειδήσεις, με όλα αυτά που ακούς για τον τόπο και γεννάει ένα μέλλον άγριας κατάθλιψης.
Μέσα στο θόρυβο και τη βρώμα των σκουπιδιών του κοντινού κάδου, που κατάπινε αχόρταγα η σκουπιδιάρα, το αποφάσισα και τράβηξα κατά το παροπλισμένο σκαρί, πλησίασα και το άγγιξα φευγαλέα. Κι εκεί που πήγαινα να το φωτογραφήσω, ένας άγνωστος περαστικός μου φώναξε:
-Δεν το βλέπεις ρε φίλε; Θέλει φούντο στα βαθειά ετούτη η σαβούρα. Κι έπειτα σου λέει να 'ρθει ο τουρισμός και η ανάπτυξη.
Κώστας Μπούτιβας.