Κράβαρα ονόμαζαν από τα χρόνια της επανάστασης του 1821 και τους κατοίκους τούτης της περιοχής Κραβαρίτες, την άγονη ορεινή περιοχή της επαρχίας Ναυπακτίας στην Αιτωλοακαρνανία. Σαράντα πέντε χωριά πνιγμένα στο πράσινο ανάμεσα από κοφτερές βουνοκορφές, διαολοστροφές, και δρόμους που κρέμονται πάνω από θεόρατες χαράδρες. Αφθονία από νερά, πλούτος από μονοπάτια, παλιά καφενεία, εκκλησάκια, γεφύρια και ιστορικά χάνια. Σύμφωνα με την τοπική και ηρωική παράδοση, και την παραδοχή του Αγγελοκαστρίτη συγγραφέα Νίκου Μπούτβα τα Κράβαρα ονομάστηκαν έτσι από την πολεμική κραυγή των παλληκαριών τους, στις μάχες τους με τους Τούρκους “κάρα βαράτε” δηλαδή χτυπάτε τους στο κεφάλι.
Όπως, όμως, και να ’χει το πράγμα, η περιοχή αυτή και οι κάτοικοί της παρέμειναν γνωστοί στη νεοελληνική ιστορία, για την καλοζωία τους , την αγαθοσύνη τους , και την καλή τους την καρδιά. Αρκετές οικογένειες απ’ τα Κράβαρα μετέπειτα , ήρθαν εδώ και χρόνια, κι εγκαταστάθηκαν στο Αγγελόκαστρο, κι έδωσαν πνοή στο χωριό, με τη δημιουργικότητά τους, την εξυπνάδα τους, και την εργατικότητά τους.
Στα χρόνια του αγώνα για την αποτίναξη του ζυγού απ’ τους Τούρκους, τούτοι οι πανέξυπνοι Κραβαρίτες είχαν αναγάγει τη ζητιανιά σε βιοποριστική επιστήμη και πλουτισμό. Όπως μας πληροφορεί απ’ την εποχή εκείνη ο Γάλος πρόξενος για δυό χρόνια απέναντι στην Πάτρα, και περιηγητής «Πουκεβίλ», ο οποίος έγραψε, ότι η ζητιανιά των Κραβαριτών, ήταν γι’ αυτούς πηγή ανεξάντλητου πλούτου. Με διάφορα τεχνάσματα δημιουργούσαν προσωρινή αναπηρία και με κατάλληλες ασκήσεις κατάφερναν να εμφανίζονται σαν πραγματικοί ανάπηροι. Γνωστός και μη εξαιρετέος «Ο Ζητιάνος» του Α. Καρκαβίτσα, όπου ο πρωταγωνιστής δεν είναι άλλος από έναν παμπόνηρο ζητιάνο από τα Κράβαρα.
Έτσι παραμορφωμένοι, αποτρόπαιοι, αηδιαστικοί, πανέτοιμοι για κάθε ντροπή, οι Κραβαρίτες κατέβαιναν απ’ τον τόπου τους και σκορπίζονταν σε όλες τις κατευθύνσεις, όπου τους οδηγούσε η κατεργαριά, για να προκαλέσουν τον οίκτο των φιλανθρώπων και να συγκεντρώσουν ελεημοσύνες. Τους έβλεπες ρακένδυτους στις εισόδους των χωριών και των πόλεων να γυρίζουν και να ζητιανεύουν. Να πιάνουν ένα αγκωνάρι και ν’ απλώνουν το χέρι σε κάθε διαβάτη. Κι έτσι πάντοτε συγκεντρώνονταν ένα γερό κομπόδεμα για τους ιδιότυπους αυτούς «ελεύθερους» επαγγελματίες, αρκετό για να εξασφαλίσουν, σαν αρχοντάδες, καλά γεράματα. Μάλιστα, όπως σημειώνει στα γραφτά του ο « Πουκεβίλ», δεν ήταν σπάνιες οι πολυτέλειες στα σπίτια των επιτυχημένων ζητιάνων, οι οποίοι αποκαλούνται πλέον “άρχοντες” και υπηρετούνταν μάλιστα και από τα πρώην ξεπεσμένα αφεντικά τους.
Εκείνο όμως που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, είναι ότι ετούτοι οι «μπολιάρηδες» ζητιάνοι, οι πολυμήχανοι τούτοι Κραβαρίτες, κατάφερναν να μπαίνουν με τον τρόπο τους προκαλώντας τον οίκτο, στο Τουρκικό στρατόπεδο στην πολιορκία του Μεσολογγίου, ζητιανεύοντας με αμίμητη ευκολία και δεξιοσύνη, και ν’ υποκλέπτουν πολύτιμες πληροφορίες για τις κινήσεις του οχτρού, που κατά γράμμα μετέφεραν μετά στους πολιορκημένους. Έτσι ήταν τεράστια η προσφορά τους στον αγώνα του έθνους για τη λευτεριά του, κάτι που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ για τούτη την υπέροχη τη φάρα του τόπου μας από την ιστορία.
Στο όνομα της ιστορίας του τόπου μας, και στον εκλεκτό Κραβαρίτη φίλο μου Θανάση Ράπτη αφιερωμένο τούτο το γραφτό.
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός.