Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…
Και εμείς, που καταφέραμε να κάνουμε τούτη τη χώρα τόσο λίγη, τούτο τον τόπο τόσο μίζερο, που ακόμα κι ένα θαύμα του μοιάζει αδύνατο στα ίσα να τον φέρει, σκύβουμε το κεφάλι με κατάνυξη μπροστά στο τίμιο σταυρό του, περιμένοντας την Ανάστασή του που θα μας ξαναγεμίσει ελπίδα.
Θα ακολουθήσουμε την περιφορά του Επιταφίου του, με τ’ αναμμένα μας κεριά μέσα στη θλίψη, κι ίσως φέτος σκεφτούμε αμυδρά όταν περνάμε κάτω απ’ τον επιτάφιο, ότι τούτη την εποχή υπάρχουν κάποιοι που πεινάνε. Μετά, θα πάμε σπίτι να πλύνουμε αυλές και μπαλκόνια για νάνε καθαρά και παστρικά για τη μεγάλη μέρα της Ανάτασης.
Κι έτσι μες σ’ όλα αυτά, κάνεις δε βλέπει τα Πάθη που συντελούνται διπλά μας... Κάνεις δε βλέπει τη χώρα τούτη, που σύρεται απ’ τον Άννα στο Καϊάφα, κανείς δεν βλέπει να κουβαλάει το σταυρό της προς το Γολγοθά. Κανείς δε βλέπει του λαού τη Σταύρωση. Ίσως μόνο εκείνος ο Θεάνθρωπος. Μόνο εκείνος ίσως να τον βλέπει, και να τον συμπονά, γιατί στην πορεία του αναγνωρίζει τη δικιά του...
Κι όπως εκείνος αναστήθηκε εκ νεκρών, καθαρίζοντας τις αμαρτίες και τον πόνο αυτού του κόσμου, έτσι και τούτη η χώρα κι ετούτος ο λαός, ίσως κάποια στιγμή αναστηθεί μετά τη Σταύρωσή του. Ίσως.
Μπούτιβας Κώστας. (Καστρινός)