Η μέρα ήτανε λαμπάδα, το πρώιμο καλοκαιράκι του Ευαγγελισμού που λένε σε όλο του το μεγαλείο. Πιο πολύ ήθελα να συναντήσω το Θύμιο, φίλο από παιδιά που είναι Γυμνασιάρχης στη μικρή ετούτη πόλη του λεκανοπεδίου κι έτσι κατέβηκα να παρακολουθήσω τη παρέλαση.
Πριν ξεκινήσει ακόμα η παρέλαση εκεί στη πλατεία που είναι και το μνημείο των ηρώων, τα δρώμενα ήτανε ήδη θλιβερά και προπαντός κακόγουστα. Διάβαζε μια κυρία-καινούργια φέτος δεν την είχα ξαναδεί-στο μικρόφωνο τα ονόματα και τα μεγάφωνα του Δήμου αναμετέδιδαν μια μισοσβησμένη άχρωμη φωνή, ενώ οι τοπικοί παράγοντες, εκπρόσωποι κομμάτων, παρατάξεων και συλλόγων κατέθεταν στεφάνι σε ένα σκηνικό που σου γεννούσε διαφορετικά περίεργα συναισθήματα: Τι κάνω τώρα, κλαίω η γελάω;
Και σαν ξεκίνησε η παρέλαση, ξεχάστηκα εκεί σε μια κολόνα ακουμπισμένος καθώς κι ο ήλιος έκαιγε γλυκά, και χάζευα με τους ανθρώπους που χάζευαν κι αυτοί ο ένας με τον άλλον και θύμιζε όλη η κατάσταση, κάτι από παραλία το καλοκαίρι και σχολική εκδρομή. Τα πιτσιρίκια στη παρέλαση, κάνανε προσπάθειες να βρούνε τον ανύπαρκτο συντονισμό, κι έδιναν κάποιο άλλο τόνο, κάτω απ’ τον βραχνιασμένο ήχο του εμβατηρίου, μα γενικά η κατάσταση ήτανε κάπως εξωφρενική. Είχε αυτό το γραφικό, το δε βαριέσαι το νεοελληνικό.- Άντε να τελειώνουμε να φεύγουμε, εντάξει ρε παιδιά, και του χρόνου να είμαστε καλά.-
Για να είμαι ειλικρινής δεν κακοπέρασα, γιατί όλα τούτα αν τα πάρεις σοβαρά, δύσκολο είναι να επιβιώσεις στη σημερινή Ελλάδα. Και μάλλον έτσι τ’ αντιμετωπίζουν σήμερα όλοι πια, με την ανάλογη ελαφρότητα, γιατί σήμερα άλλα είναι τα «βαριά» και τα «ασήκωτα». Και σίγουρα έτσι είναι, αφού δεν τέθηκε καν θέμα συζητήσεως αργότερα στο καφενείο με το Θύμιο, που όταν συναντιόμαστε -αργά και πού – τα «βάζουμε όλα κάτω και τα μαχαιρώνουμε».
Καστρινός.